Νέοι πτυχιούχοι και αγορά εργασίας

H Μαρια Καραμεσινη παρουσιάζει μια πρωτοποριακή έρευνα που καταρρίπτει πολλούς μύθους

Ο “θερμός” Δεκέμβρης, με την εξέγερση της νεολαίας, έφερε επιτακτικά στο προσκήνιο, μαζί με τα ζητήματα της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας και της κρίσης του πολιτικού συστήματος, την ανάγκη κατανόησης και ανάλυσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι νέοι στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας.

Στο άρθρο αυτό παρουσιάζουμε τα κύρια ευρήματα της πρώτης πανελλαδικής έρευνας απορρόφησης των πτυχιούχων πανεπιστημίου στην αγορά εργασίας και προσπαθούμε να αναδείξουμε τη σημασία τους για την καλύτερη κατανόηση των προβλημάτων εργασιακής και επαγγελματικής ένταξης των αποφοίτων, με την κατάρριψη ορισμένων μύθων γύρω από αυτήν. Στη συνέχεια, χρησιμοποιούμε στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (ΕΣΥΕ), για να επιβεβαιώσουμε την ορθότητα του κύριου επιχειρήματος της μελέτης για την ερμηνεία των δυσκολιών ένταξης των νέων πτυχιούχων στην αγορά εργασίας.

Η πανελλαδική έρευνα πραγματοποιήθηκε το 2005 από την Οριζόντια Δράση (δίκτυο) των Γραφείων Διασύνδεσης των Πανεπιστημίων σε δείγμα 13.617 αποφοίτων όλων των ελληνικών ΑΕΙ των ετών 1998-2000 και ολοκληρώθηκε το 2008 με την έκδοση της μελέτης που παρουσιάζει τα γενικά αποτελέσματα και τα ευρήματά της. Με την Ελλάδα να κατέχει τα πρωτεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 ως προς την ανεργία των νέων, την οικονομική κρίση στο ξεκίνημά της και τον πρόσφατο νόμο για τα “κολέγια” να νομιμοποιεί τον αθέμιτο ανταγωνισμό ως προς τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων ΑΕΙ, οι δυσκολίες ένταξης και επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων που εντόπισε η έρευνα αναμένεται να ενταθούν τα επόμενα χρόνια.

Μύθος πρώτος: οι “αιώνιοι φοιτητές”

Τα αποτελέσματα της έρευνας καταρρίπτουν τον μύθο των “αιώνιων φοιτητών”. Αν και το 52% των αποφοίτων ολοκληρώνει τις σπουδές του πάνω από ένα έτος μετά την επίσημη διάρκειά τους, η μέση καθυστέρηση είναι 1,5 έτος και η μέση ηλικία αποφοίτησης είναι τα 24,2 έτη.

Από την έρευνα προκύπτει, επίσης, ότι εμπειρία εργασίας κατά τη διάρκεια των σπουδών είχε 45% των αποφοίτων των ετών 1998-2000. Όμως, μόνο 13% είχαν εμπειρία συνεχόμενης απασχόλησης ενώ οι υπόλοιποι είχαν δουλέψει περιστασιακά. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν τα επίσημα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι στην Ελλάδα δουλεύει ένα σχετικά μικρό ποσοστό των νέων που σπουδάζουν. Το 2006, το 89% των ελλήνων σπουδαστών 20-24 ετών δεν συμμετείχαν στο εργατικό δυναμικό έναντι 61 % κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ και 69% στα ευρωπαϊκά του μέλη.

Καθολική είσοδος στην αγορά εργασίας. Μάστιγα οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Μεγάλη καθυστέρηση αποκατάστασης

Ως προς την απορρόφηση στην αγορά εργασίας, το πρώτο αξιόλογο εύρημα της έρευνας είναι ότι 5-7 έτη μετά την αποφοίτηση όλοι σχεδόν οι πτυχιούχοι (91%) είναι οικονομικά ενεργοί, ενώ οι περισσότεροι μη ενεργοί δεν αναζητούν εργασία για προσωρινούς λόγους (μεταπτυχιακές σπουδές, στρατιωτική θητεία, αναμονή αποτελεσμάτων ΑΣΕΠ/διαγωνισμών/ πραγματοποίησης ειδικότητας κ.ά.).

Δεύτερο αξιοσημείωτο εύρημα είναι ότι το κυριότερο πρόβλημα των νέων πτυχιούχων, 5-7 έτη από την αποφοίτηση, δεν είναι τόσο η ανεργία (ποσοστό 6,7%) όσο η δυσκολία εξεύρεσης σταθερής απασχόλησης (ποσοστό επισφαλώς απασχολούμενων 29%). Η σύγκριση των αποτελεσμάτων της έρευνας με τα στατιστικά στοιχεία της ΕΣΥΕ έδειξε ότι τα τελευταία υποεκτιμούν την επισφαλή απασχόληση πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες, αποκρύπτοντας το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος.

Άλλο σημαντικότατο εύρημα της έρευνας είναι ότι οι ελαστικές/ ευέλικτες εργασιακές σχέσεις έχουν λάβει διαστάσεις μάστιγας στους νέους πτυχιούχους. Οι διάφορες μορφές προσωρινής εργασίας και η μερική απασχόληση εμπλέκουν 45% των πτυχιούχων που δουλεύουν με εξαρτημένη σχέση εργασίας, ενώ οι συμβάσεις έργου είναι εξίσου εκτεταμένες με τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.

Με το να καταγράφει τους συμβασιούχους έργου σε έναν εργοδότη ως αυτοαπασχολούμενους, η ΕΣΥΕ υποεκτιμά σε πολύ μεγάλο βαθμό την έκταση των εργασιακών σχέσεων στους νέους. Καταγράφοντας για πρώτη φορά πανελλαδικά τους συμβασιούχους έργου σε έναν εργοδότη και εντάσσοντάς τους στους μισθωτούς, η έρευνα της Οριζόντιας Δράσης τεκμηρίωσε ότι ο δημόσιος τομέας έχει την ίδια ευθύνη με τον ιδιωτικό στη διάχυση της ευέλικτης μισθωτής απασχόλησης και αποκάλυψε ότι, για πολλούς πτυχιούχους, η ευέλικτη απασχόληση δεν είναι απαραίτητα προσωρινή. Συγκεκριμένα, 43% των πτυχιούχων που 5-7 έτη μετά την αποφοίτησή τους εργάζονταν ως συμβασιούχοι έργου σε έναν εργοδότη δήλωσαν ότι έχουν σταθερή απασχόληση.

Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, ο κίνδυνος ανεργίας και η εκτεταμένη επισφάλεια και ελαστικότητα της απασχόλησης συντελούν ώστε 4 στους 10 πτυχιούχους να μην έχουν ολοκληρώσει ακόμα τη διαδικασία μετάβασης (εργασιακή και επαγγελματική σταθεροποίηση).

Μύθος δεύτερος: οι πτυχιούχοι ΤΕΙ απασχολούνται σε θέσεις που προορίζονται για πτυχιούχους ΑΕΙ — Εκτεταμένη ετεροαπασχόληση

Οι δυσκολίες επαγγελματικής ένταξης και αποκατάστασης των αποφοίτων δεν εμφανίζονται μόνο στην αδυναμία σταθεροποίησης στην απασχόληση, αλλά και στο μεγάλο ποσοστό ετεροαπασχολούμενων (26%). Ο κίνδυνος ανεργίας και η έλλειψη θέσεων εργασίας με αντικείμενο συναφές με αυτό των σπουδών οδηγεί μερίδα των πτυχιούχων σε προσαρμογή των προσδοκιών τους στην υπάρχουσα κατάσταση.

H στατιστική ανάλυση των στοιχείων της έρευνας έδειξε ότι όσο μεγαλύτερη είναι η έκταση της ετεροαπασχόλησης σε έναν επιστημονικό κλάδο σπουδών τόσο εντονότερος είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ αποφοίτων πανεπιστημίου και ΤΕΙ για τις ίδιες θέσεις εργασίας. Άρα, είναι οι πτυχιούχοι ΑΕΙ αυτοί που στην ανάγκη καταλαμβάνουν θέσεις τις οποίες μπορούν να καταλάβουν και οι πτυχιούχοι ΤΕΙ, και όχι το αντίστροφο.

Μύθος τρίτος: Η εθελούσια ανεργία. Αυξημένη κινητικότητα: τέσσερις στους δέκα πτυχιούχους σε εργασίες “αναμονής” ή “καθήλωσης”

Η έρευνα έδειξε ότι 14% των πτυχιούχων δεν έχει αποκτήσει καμία ή έχει αποκτήσει μόνο μία εμπειρία εργασίας μέσα στο διάστημα 5-7 ετών από την αποφοίτηση, 60% των πτυχιούχων έχει αποκτήσει 2-3 εμπειρίες εργασίας, ενώ 26% πάνω από τέσσερις και πάνω. Τα παραπάνω ευρήματα καταρρίπτουν τον μύθο που θέλει τους πτυχιούχους πανεπιστημίου να παραμένουν κατά κανόνα αδρανείς ή εκούσια άνεργοι, μέχρι να βρουν μια δουλειά που να αντιστοιχεί απόλυτα στις προσδοκίες τους.

Αντίθετα, η πλειοψηφία των πτυχιούχων βρέθηκαν να είναι κινητικοί –μάλιστα ένας στους τέσσερις είναι “υπερκινητικός”–, ενώ η στρατηγική επαγγελματικής ένταξης που φαίνεται να πρυτανεύει είναι η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας (απαραίτητης για την πρόσβαση σε εισόδημα, αλλά και χρήσιμης για το βιογραφικό), ακόμα και σε θέσεις που δεν αντιστοιχούν με τις σπουδές ή μειωμένων εργασιακών δικαιωμάτων, εν αναμονή μεταπήδησης σε καλύτερη θέση εργασίας (Δημόσιο, οργανισμοί, τράπεζες, μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις κλπ.) ή δημιουργίας επιχείρησης.

Βάσει υπολογισμών που στηρίζονται στα στοιχεία της έρευνας, 5-7 έτη μετά την αποφοίτηση, περίπου τέσσερις στους δέκα εργαζόμενους πτυχιούχους εργάζονται ακόμα στον “δευτερεύοντα” τομέα της αγορά εργασίας (χαμηλής ποιότητα θέσεις εργασίας) και είτε αναζητούν ευκαιρία μεταπήδησης στον “πρωτεύοντα” τομέα (καλές θέσεις εργασίας) είτε έχουν συμβιβαστεί με αυτήν την πραγματικότητα.

Μύθος τέταρτος: οι πολύ χαμηλές αμοιβές

Ένα από τα απρόοπτα ευρήματα της έρευνας ήταν η αναίρεση του μύθου ότι οι νέοι πτυχιούχοι πανεπιστημίου είναι όλοι χαμηλά αμειβόμενοι. Από τα στοιχεία προέκυψε ένα πολύ μεγάλο εύρος αμοιβών για τους μισθωτούς. Το 2005, μόνο 17% των αποφοίτων που εργάζονταν ως μισθωτοί και συμβασιούχοι έργου σε έναν εργοδότη είχαν καθαρές μηνιαίες αποδοχές μέχρι 700 ευρώ, και από αυτούς οι 6 στους 10 ήταν μερικά απασχολούμενοι. Το 47% των μισθωτών και συμβασιούχων έργου σε έναν εργοδότη έπαιρνε μεταξύ 701 και 1.100 ευρώ καθαρά τον μήνα, ενώ 36% πάνω από 1.100 ευρώ. Επίσης, ένα όχι ευκαταφρόνητο 16% των μισθωτών και συμβασιούχων έργου είχαν καθαρές μηνιαίες αποδοχές πάνω από 1.300 ευρώ.

Οι χαμηλότερα αμειβόμενες κατηγορίες είναι οι συμβασιούχοι έργου του δημόσιου τομέα και οι μισθωτοί του ιδιωτικού, ενώ οι υψηλότερα αμειβόμενες κατηγορίες οι συμβασιούχοι έργου του ιδιωτικού τομέα και οι μισθωτοί του δημοσίου τομέα (μόνιμοι ή αορίστου χρόνου υπάλληλοι).

Δημόσιος τομέας — δημιουργία επιχείρησης

Πέντε έως επτά χρόνια μετά την αποφοίτηση, ο δημόσιος τομέας απασχολεί 40% των εργαζομένων αποφοίτων (τους μισούς με σταθερή σχέση εργασίας και τους άλλους μισούς ως συμβασιούχους), ενώ 47% είναι μισθωτοί στον ιδιωτικό τομέα και13% είναι αυτοαπασχολούμενοι (έχουν δική τους επιχείρηση με ή χωρίς προσωπικό). Ταυτόχρονα, η μόνιμη θέση στο Δημόσιο είναι η επιθυμητή εργασία για 6 στους 10 απόφοιτους, ενώ 3 στους 10 θεωρούν ως πιο επιθυμητό να έχουν δική τους επιχείρηση. Η μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα έχει εξαιρετικά χαμηλή προτίμηση. Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων της έρευνας έδειξε ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι γι’ αυτό. Οι μισθωτοί στον ιδιωτικό τομέα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα χαμηλών αμοιβών και ετεροαπασχόλησης, καθώς και μικρότερη πιθανότητα θετικών επαγγελματικών προοπτικών σε σχέση με τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα. Επίσης, δεν έχουν αυτονομία στη δουλειά τους όπως οι αυτοαπασχολούμενοι.

Μαζικοποίηση μεταπτυχιακών σπουδών και ανισότητες πρόσβασης

Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι οι μεταπτυχιακές σπουδές έχουν εξελιχθεί σε “τεταρτοβάθμια εκπαίδευση”, εφόσον το 40% των αποφοίτων ενός έτους έχει πραγματοποιήσει ή πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές 5-7 έτη μετά την αποφοίτηση. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα ότι ναι μεν το 53% αυτών που πραγματοποιούν μεταπτυχιακές σπουδές δηλώνουν ότι ο κύριος λόγος είναι η εύρεση εργασίας στο αντικείμενο των σπουδών και η απόκτηση εξειδίκευσης για την επίτευξη καλύτερης επαγγελματικής σταδιοδρομίας, αλλά το 43% δηλώνει ότι ο κύριος λόγος είναι το επιστημονικό ενδιαφέρον για το αντικείμενο σπουδών.

Το φύλο και η κοινωνική-ταξική προέλευση των αποφοίτων επηρεάζει καθοριστικά την πραγματοποίηση μεταπτυχιακών σπουδών. Από την ανάλυση των προσδιοριστικών παραγόντων της πραγματοποίησης μεταπτυχιακών σπουδών, φαίνεται ότι οι άνδρες έχουν 62% μεγαλύτερες πιθανότητες να τις πραγματοποιήσουν σε σχέση με τις γυναίκες, ενώ οι απόφοιτοι με υψηλό εισόδημα γονέων έχουν 112% και 61% μεγαλύτερες πιθανότητες, σε σχέση με αυτούς που οι γονείς τους έχουν χαμηλό και μεσαίο εισόδημα αντίστοιχα. Η αύξηση του εκπαιδευτικού επιπέδου των γονέων ασκεί και αυτή σημαντική θετική επίδραση.

Επιστημονικός κλάδος σπουδών: ανισότητες ευκαιριών επαγγελματικής αποκατάστασης σε συνθήκες ανατροπής των εργασιακών σχέσεων

Μια σημαντική συνεισφορά της μελέτης είναι ότι περιλαμβάνει τα αποτελέσματα ενός μεγάλου αριθμού στατιστικών αναλύσεων των προσδιοριστικών παραγόντων όλων των χαρακτηριστικών της εργασιακής και επαγγελματικής ένταξης και της διαδικασίας μετάβασης των αποφοίτων από το πανεπιστήμιο στη σταθερή απασχόληση. Από τις αναλύσεις προέκυψε ότι ο επιστημονικός κλάδος σπουδών είναι ο παράγοντας εκείνος που έχει τη συστηματικότερη επίδραση στα χαρακτηριστικά αυτά. Ο Πίνακας 1 απεικονίζει μια ομαδοποίηση των επιστημονικών κλάδων σπουδών ανάλογα με την κατά φύλο σύνθεση των αποφοίτων τους και με βάση επτά κριτήρια του βαθμού και της ποιότητας εργασιακής και επαγγελματικής ένταξής τους: ποσοστό ανεργίας, ποσοστό σταθερά απασχολούμενων, ποσοστό ετεροαπασχολούμενων, ποσοστό πλήρως απασχολούμενων, ποσοστό χαμηλά αμειβόμενων, ποσοστό υψηλά αμειβόμενων, ποσοστό μισθωτών με θετικές προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πτυχιούχοι των επιστημονικών κλάδων “προβληματικής ή μη ικανοποιητικής ένταξης” αντιστοιχούν στο 69% του συνολικού πληθυσμού των αποφοίτων, ενώ αυτοί των κλάδων “σχετικά ή πολύ καλής ένταξης” στο 31%. Όμως, ακόμα και οι τελευταίοι κλάδοι δεν πρέπει να θεωρούνται εσαεί προστατευμένοι από την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, τις μεταβολές της οικονομικής συγκυρίας και τις εξελίξεις στην προσφορά πτυχίων.

Κοινωνική τάξη, φύλο και εργασιακή ένταξη

Από τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων της έρευνας προέκυψε ότι η κοινωνική τάξη προέλευσης επηρεάζει τον βαθμό και την ποιότητα εργασιακής και επαγγελματικής ένταξης των αποφοίτων τόσο ευθέως, λόγω της αυξημένης πιθανότητας αυτοαπασχόλησης αυτών που προέρχονται από οικογένειες με υψηλό εισόδημα, όσο και εμμέσως, λόγω των καλύτερων επιδόσεων στις προπτυχιακές σπουδές και της αυξημένης συμμετοχής στις μεταπτυχιακές σπουδές των φοιτητών που προέρχονται από οικογένειες με υψηλό εισόδημα και υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο γονέων.

Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι, 5-7 έτη μετά την αποφοίτηση, οι γυναίκες εμφανίζουν λίγο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης και λίγο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας από τους άνδρες, ενώ μεταξύ των εργαζόμενων αποφοίτων υπολείπονται σαφώς των ανδρών ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της απασχόλησής τους. Πέραν της μεγαλύτερης διαθεσιμότητας των γυναικών για μερική απασχόληση και των διακρίσεων που αυτές υφίστανται στην αγορά εργασίας, σημαντικότατος παράγοντας διαφοροποίησης κατά φύλο του βαθμού και της ποιότητας της εργασιακής και επαγγελματικής ένταξης είναι η διαφορετική κατανομή ανδρών και γυναικών μεταξύ των επιστημονικών κλάδων σπουδών, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πλειονότητα των γυναικοκρατούμενων κλάδων παρουσιάζουν πολύ προβληματική ή μη ικανοποιητική εργασιακή ένταξη, ενώ το σύνολο των ανδροκρατούμενων σχετικά καλή ή πολύ καλή ένταξη (βλ. Πίνακα 1).

Δυσκολίες ένταξης των πτυχιούχων: διαρθρωτικό πρόβλημα που θα επιδεινωθεί λόγω της οικονομικής κρίσης

Το γενικό συμπέρασμα της μελέτης, που στηρίχθηκε στα στοιχεία της έρευνας της Οριζόντιας Δράσης των Γραφείων Διασύνδεσης των Πανεπιστημίων, είναι ότι το υψηλό ποσοστό ετεροαπασχόλησης των αποφοίτων των πανεπιστημίων δείχνει πως “οι δυσκολίες ένταξης των νέων πτυχιούχων είναι όχι μόνο μακροοικονομικής αλλά και διαρθρωτικής φύσης. Έχουν δηλαδή να κάνουν με τη διαρθρωτική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για εργατικό δυναμικό υψηλής εκπαίδευσης στο ρυθμό εκείνο που απαιτείται για να απορροφήσει τους πτυχιούχους που εξέρχονται κάθε χρόνο από τα πανεπιστήμια της χώρας, μαζί με αυτούς που αποκτούν πτυχία από πανεπιστήμια του εξωτερικού και επιστρέφουν στην Ελλάδα αναζητώντας δουλειά. Η αναντιστοιχία αυτή βρίσκεται στον αντίποδα της κυρίαρχης σήμερα ερμηνείας των δυσκολιών επαγγελματικής ένταξης των πτυχιούχων, η οποία αποδίδει τις τελευταίες στην αδυναμία του πανεπιστημίου να παρέχει τις κατάλληλες γνώσεις και δεξιότητες που έχει ανάγκη η οικονομία” (σελ. 352).

Για τις ανάγκες αυτού του άρθρου, επιχειρήσαμε να επιβεβαιώσουμε την ορθότητα του παραπάνω συμπεράσματος, με τη βοήθεια στατιστικών στοιχείων της ΕΣΥΕ. Από την επεξεργασία τους (Πίνακες 2, 3 και 4) φαίνεται καθαρά ότι, μεταξύ 1993 και 2005, ο αριθμός των πτυχιούχων που αποφοιτούν κάθε ακαδημαϊκό έτος από τα ελληνικά πανεπιστήμια αυξήθηκε σχεδόν δύο φορές περισσότερο απ’ ό,τι οι θέσεις απασχόλησης για τις οποίες κανονικά προορίζονται οι απόφοιτοι. Συγκεκριμένα, ενώ μεταξύ 1993 και 2005 οι απόφοιτοι περίπου διπλασιάστηκαν (αύξηση 96,2%), η καθαρή αύξηση των θέσεων απασχόλησης στα επιστημονικά και καλλιτεχνικά επαγγέλματα και για διοικητικά και διευθυντικά στελέχη αυξήθηκαν κατά 51,6% και 21,3% αντίστοιχα.

Ταυτόχρονα, το δραματικά υψηλό ποσοστό ανεργίας των πτυχιούχων πανεπιστημίου στις ηλικίες 25-29 (21%) και το πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας στις ηλικίες 30-34 ετών (9%) παρέμειναν στάσιμα, ενώ αυτό των αποφοίτων κάτω των 25 ετών μειώθηκε (από 43% σε 32%). Η στασιμότητα και η μείωση επετεύχθησαν χάρη στην ετεροαπασχόληση των πτυχιούχων πανεπιστημίου κυρίως σε θέσεις εργασίας που προορίζονταν για αποφοίτους ΤΕΙ. Η έρευνα της Οριζόντιας Δράσης βρήκε ότι το 2005, 5-7 έτη μετά την αποφοίτηση, 13% των πτυχιούχων πανεπιστημίου των ετών 1998-2000 απασχολούνταν ως τεχνολόγοι-τεχνικοί, 7% ως υπάλληλοι γραφείου και 2% στην παροχή υπηρεσιών.

Μετά το 2005 και μέχρι πριν μερικούς μήνες, η γενική υποχώρηση της ανεργίας, ο δυναμισμός των επιστημονικών και τεχνολογικών-τεχνικών επαγγελμάτων αλλά και η συνεχής μείωση του αριθμού των εισακτέων στα πανεπιστήμια μετά το 2001 οδήγησαν στην αισθητή συρρίκνωση του ποσοστού ανεργίας στους νέους πτυχιούχους μέχρι 29 ετών και σε μικρή υποχώρησή του σε αυτούς 30-34 ετών. Όμως, η μείωση του αριθμού των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια δεν αποσκοπούσε στη βελτίωση των επαγγελματικών προοπτικών των πτυχιούχων, αλλά, όπως φάνηκε, στη διοχέτευση της ανικανοποίητης κοινωνικής ζήτησης στον ιδιωτικό τομέα παροχής υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στη δημιουργία τετελεσμένων που να διευκολύνουν την νομιμοποίηση του τελευταίου με τον πρόσφατο νόμο 3696/ 2008.

Ο νόμος αυτός αναμένεται να τροφοδοτήσει περαιτέρω τη φοίτηση στα κολέγια και την απίσχνανση των περιφερειακών ΑΤΕΙ και πανεπιστημίων, ιδίως για τις σπουδές εκείνες που το πτυχίο τους δεν έχει ισχυρό “αντίκρισμα” στην αγορά εργασίας. Τέλος, η μειωμένη ζήτηση πτυχιούχων στην αγορά εργασίας, που αναμένεται τα επόμενα χρόνια λόγω οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό πτυχίων και τον “αθέμιτο ανταγωνισμό” των “κολεγίων” μέσω της απονομής “χαρτιών” που δίνουν ισότιμη πρόσβαση σε επαγγελματικά δικαιώματα, προοιωνίζονται για τους πτυχιούχους του ελληνικού δημοσίου πανεπιστημίου όχι μόνο την επιστροφή στην κατάσταση που κατέγραψε το 2005 η έρευνα της Οριζόντιας Δράσης των Γραφείων Διασύνδεσης των Πανεπιστημίων, αλλά και την επιδείνωσή της.

Η Μαρία Καραμεσίνη διδάσκει οικονομικά της εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι επιστημονικά υπεύθυνη και συντονίστρια της έρευνας της Οριζόντιας Δράσης των Γραφείων Διασύνδεσης για την απορρόφηση των αποφοίτων πανεπιστημίου στην αγορά εργασίας και συγγραφέας της μελέτης με τα γενικά αποτελέσματα και ευρήματα της έρευνας.

Η εκδοθείσα μελέτη, με τίτλο Η απορρόφηση των πτυχιούχων πανεπιστημίου στην αγορά εργασίας, είναι προσιτή στις βιβλιοθήκες όλων των πανεπιστημίων, ΤΕΙ και ερευνητικών κέντρων, καθώς και στα Γραφεία Διασύνδεσης όλων των πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Επίσης, μπορείτε να κατεβάσετε το πλήρες κείμενο από το διαδίκτυο http://194.177.218.28/dmdocuments/Meleth_Aporrofhshs_Apofoiton.pdf Οι μελέτες με τα αποτελέσματα ανά πανεπιστήμιο βρίσκονται στο Γραφείο Διασύνδεσης κάθε πανεπιστημίου.

πηγή: www.avgi.gr