Μια σφραγίδα χωρίς αντίκρισμα

Μια σφραγίδα χωρίς αντίκρισμα

Tης Μαριας Κατσουνακη

Είστε 17 – 18 χρόνων, δίνετε εισαγωγικές εξετάσεις με όνειρο να περάσετε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Βρίσκεστε όμως στο Τμήμα Γεωπονίας Φυτικής και Ζωικής Παραγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, γιατί εκείνο που μετράει τελικά δεν είναι το είδος των σπουδών αλλά η σφραγίδα της εισαγωγής σε Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ιδρυμα. «Μόνο το 25% από όσους θα εισαχθούν θα καταφέρουν να πετύχουν στο τμήμα ΑΕΙ – ΤΕΙ που επιθυμούν», διαβάζουμε στα χθεσινά «Νέα». Ας υποθέσουμε ότι αποφοιτάτε γύρω στα 24 -25, κρατώντας ένα πτυχίο που στην καλύτερη περίπτωση κατακτήσατε με συνέπεια και αδιαφορία, στη χειρότερη με ψυχαναγκασμό και αντικαταθλιπτικά. Στην έξοδο, σας περιμένει η… συνέχεια της έρευνας: «Τέσσερις στους δέκα πτυχιούχους ασκούν άλλο επάγγελμα από το γνωστικό τους αντικείμενο, γεγονός που κατατάσσει την Ελλάδα στη δεύτερη θέση στην ετεροαπασχόληση στην Ευρώπη».

Τι μπορεί να σημαίνει η συνεχής απόκλιση από την «επιθυμία», η διαρκώς αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στο «γνωστικό αντικείμενο» και στην επαγγελματική απασχόληση; Η δυναμική της νεότητας εξαντλείται ή προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα; «Εχουμε ηττηθεί πριν μπούμε καν στην αρένα», υποστηρίζει 30χρονη άνεργη, απόφοιτη της αγγλικής φιλολογίας, που είχε άλλα όνειρα για το μέλλον της. Θα πείτε: Η ιστορία των διαψεύσεων είναι τόσο παλιά όσο και η ζωή. Ομως, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα κινείται, λες, διά των διαψεύσεων. Υπάρχει χάρη στη στρέβλωση των υγιών τάσεων και προθέσεων.

Το φαινόμενο πυκνώνει στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου, χτίζοντας αδιέξοδα τα οποία μαθητές, γονείς και καθηγητές καλούνται να παρακάμπτουν ή να διαχειρίζονται. Πόσο βαρύνει ή όχι την ψυχολογία του παιδιού στο κατώφλι της ενηλικίωσης η ματαίωση του στόχου, είναι αρμοδιότητα άλλης επιστήμης να απαντήσει.

Η δική μας απορία εστιάζεται στους προαναφερθέντες αριθμούς: «25%» και «τέσσερις στους δέκα». Η πλειοψηφία πορεύεται στα τυφλά, για να διοχετευτεί, με τον ίδιο τρόπο, στην παραγωγή, ως αναλώσιμο εξάρτημα μιας αμείλικτης αγοράς εργασίας.

Πρόκειται για ένα σύστημα που καθιστά σχεδόν αδύνατο τον (και οικονομικό) απογαλακτισμό από την οικογένεια, που εκτρέφει μια γενιά παιδιών δύσθυμων, αναποφάσιστων, ανώριμων, υποταγμένων στην αδυναμία τους να «πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους». Για ένα σύστημα που κατασκευάζει εύκολα χειραγωγούμενους εργαζόμενους. Πόσο είναι εφικτό να διαρραγεί αυτός ο ελληνικός φαύλος εκπαιδευτικός κύκλος;

Το δίλημμα: σπουδές στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό είναι, κατ’ αρχάς, ταξικό. Πόσοι τελειόφοιτοι Λυκείου έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν πανεπιστήμιο του εξωτερικού (ακολουθώντας την όποια αδιαμόρφωτη έστω ακόμα επιθυμία τους) και πόσοι πτυχιούχοι να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε άλλη πόλη εκτός Ελλάδος; Οσο για την επιστροφή, επιφυλάσσει, συνήθως, ως υποδοχή τον αποκλεισμό ή την απογοήτευση.

Δημιουργώντας στρατιές δυσαρεστημένων, σε ποια πρόοδο μπορεί να ελπίζει μια κοινωνία; Με τα «θέλω» να υποκαθίστανται διαρκώς από τα «πρέπει», με το φαντασιακό να παίρνει τη θέση μιας ισορροπημένης σχέσης με την πραγματικότητα.

Σταδιακά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα που κανείς δεν διατύπωσε καλύτερα από τον Τζεμ Σεμπρούν στο έργο του «L’ abime se repeuple» («Η άβυσσος επανοικίζεται»), για διαφορετικούς λόγους: «Οταν ο οικολόγος πολίτης ισχυρίζεται ότι θέτει το πιο ενοχλητικό ερώτημα «ποιον κόσμο θα αφήσουμε στα παιδιά μας;», αποφεύγει να θέσει ένα άλλο πραγματικά ανησυχητικό ερώτημα: «Σε τι είδους παιδιά θα αφήσουμε τον κόσμο;».

www.kathimerini.gr