Τα κριτήρια αξιολόγησης των πανεπιστημίων

Τα κριτήρια αξιολόγησης των πανεπιστημίων
Το άρθρο έγραψε ο κ. Θάνος Δημόπουλος που είναι πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 5-2-2017

Το τελευταίο χρονικό διάστημα, η κοινή γνώμη παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ανακοινώσεις διεθνών μη κερδοσκοπικών οργανισμών οι οποίοι προβαίνουν σε αξιολογήσεις πανεπιστημίων και συντάσσουν πίνακες κατάταξης (γνωστούς ως Rankings), οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν και ελληνικά πανεπιστήμια. Ετσι, παρουσιάζονται ανακοινώσεις στον Τύπο που αναφέρουν ότι, π.χ., δύο ελληνικά πανεπιστήμια βρίσκονται στη λίστα με τα 800 καλύτερα πανεπιστήμια παγκοσμίως ή ότι το Τμήμα Πληροφορικής του τάδε ελληνικού πανεπιστημίου βρίσκεται στα 150 καλύτερα του κόσμου.

Τα κριτήρια αξιολόγησης των πανεπιστημίων είναι πολλά, συχνά διαφέρουν από έρευνα σε έρευνα και συνήθως έχουν διαφορετική βαρύτητα ως προς τη διαμόρφωση της τελικής κατάταξης σε κάθε πίνακα. Από το σύνολο των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, τα οποία σύμφωνα με το International Handbook of Universities (International Association of Universities) ξεπερνούν τις 18.000 παγκοσμίως, τα περισσότερα συστήματα κατάταξης ξεχωρίζουν τα καλύτερα 1.000 ή 4.000 ιδρύματα (1η φάση αξιολόγησης) και κατόπιν προχωρούν στην τελική σύνταξη (2η φάση αξιολόγησης) ενός πιο σύντομου κατάλογου-κατάταξης 500 ή 1.000 ιδρυμάτων, δηλαδή μεταξύ των ήδη επιλεγμένων ως καλύτερων παγκοσμίως

Τα αποτελέσματα αυτών των κατατάξεων ερμηνεύονται ποικιλοτρόπως και κατά το δοκούν. Για παράδειγμα, η άνοδος ενός ελληνικού πανεπιστημίου σε έναν τέτοιον πίνακα ερμηνεύεται από πολλούς, εντός και εκτός αυτού, ως η επιβεβαίωση της υψηλής ποιότητας σπουδών και του ερευνητικού έργου που συντελείται στο εν λόγω ίδρυμα. Ενώ, αντίθετα, υποχώρηση σε χαμηλότερες θέσεις είτε αποδίδεται στις σημαντικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης στο έργο του πανεπιστημίου είτε στις γενικότερες παθογένειες του ελληνικού τριτοβάθμιου εκπαιδευτικού συστήματος. Συχνά διατυπώνονται προβληματισμοί και εκφράζονται αμφιβολίες για τα κριτήρια και τη μεθοδολογία γενικότερα που ακολουθείται, αλλά και για τις πληροφορίες και τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίζονται οι αξιολογήσεις των διαφόρων συστημάτων κατάταξης (Rankings).

Στον πίνακα βρίσκονται συγκεντρωμένα τα κριτήρια αξιολόγησης των πέντε σημαντικότερων συστημάτων κατάταξης. Ορισμένες διαπιστώσεις από την ανάλυση αυτών των κριτηρίων, οι οποίες βοηθούν να κατανοήσει κάποιος τη θέση των ελληνικών πανεπιστημίων, είναι οι εξής:

Ερευνητικό έργο. Κριτήριο στους τέσσερις (4) από τους πέντε (5) πίνακες κατάταξης είναι το ερευνητικό έργο όπως αυτό αποτυπώνεται στον συνολικό αριθμό δημοσιεύσεων των καθηγητών και ερευνητών του κάθε πανεπιστημίου για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (π.χ. τα τελευταία πέντε χρόνια). Ο τρόπος αποτύπωσης και το ειδικό βάρος του συγκεκριμένου κριτηρίου στη βαθμολογία κάθε πίνακα κατάταξης, όμως, είναι διαφορετικό.

Ετσι, για παράδειγμα όπως φαίνεται στον πίνακα, στον ιδιαίτερα γνωστό πίνακα-λίστα της Σαγκάης (ARWU) το ερευνητικό έργο ως αριθμός δημοσιεύσεων συμβάλλει στο 50% της βαθμολογίας μέσα από τρία υποκριτήρια. Αντίθετα, ο αντίστοιχος δείκτης της μεθοδολογίας του Times Higher Education λαμβάνει 30% και στηρίζεται σε εντελώς διαφορετικά υποκριτήρια. Στην εν λόγω κατάταξη παρατηρεί ο αναγνώστης ότι κριτήριο για την έρευνα είναι και τα χρήματα που δαπανώνται για την υλοποίηση της έρευνας και όχι μόνον ο αριθμός δημοσιεύσεων.

Στον αντίποδα αυτής της προσέγγισης, η μεθοδολογία της WEBOMETRICS αποτιμά με 16,66% τη συμμετοχή του κάθε ιδρύματος στα ανοικτά επιστημονικά πρότυπα του παγκόσμιου ιστού μέσω του πλήθους των ερευνητικών που καταλογογραφούνται στην εφαρμογή Google Scholar αλλά και σε άλλες ανοικτές βάσεις δεδομένων.

Με βάση τη σύγκριση των ανωτέρω δεικτών γίνεται κατανοητό ότι η μείωση της χρηματοδότησης της έρευνας λόγω της οικονομικής κρίσης ή/και η μεταφορά αποθεματικών πόρων των ελληνικών πανεπιστημίων, που ενίσχυαν την έρευνα, για την κάλυψη λειτουργικών δαπανών, θα οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής ερευνητικών αποτελεσμάτων και άρθρων. Κατά συνέπεια θα μειώνεται συνεχώς και η βαθμολογία των ελληνικών πανεπιστημίων στα αντίστοιχα κριτήρια των πινάκων κατάταξης. Μόνο αντίβαρο στην κατάσταση αυτή η φιλότιμη προσπάθεια των καθηγητών και ερευνητών των πανεπιστημίων της χώρας.

Απήχηση – επίδραση. Τα υποκριτήρια και οι μεταβλητές που συνθέτουν την απήχηση και την επίδραση κυρίως του ερευνητικού έργου του προσωπικού των πανεπιστημίων συναντώνται ανεξαιρέτως στις αποτιμήσεις και των πέντε σημαντικότερων πινάκων κατάταξης.

Σημαντικό στοιχείο και μεταβλητή αποτελεί η λεγόμενη «ετεροαναφορά» (citation). Πιο συγκεκριμένα σε αυτή την κατηγορία κριτηρίων δεν εξετάζεται το πόσα άρθρα έχουν γραφτεί από τους καθηγητές του πανεπιστημίου, αλλά κυρίως πόσες αναφορές του ονόματος και του έργου τους έχουν γίνει σε άρθρα και έρευνες άλλων συγγραφέων.

Πρακτικά λοιπόν η μελέτη των ετεροαναφορών θεωρείται εγκυρότερο κριτήριο αποτίμησης από τον καθαυτό όγκο του επιστημονικού έργου ενός καθηγητή. Τα δεδομένα κανονικοποιούνται, ώστε να αντικατοπτρίζουν μεταβολές του όγκου των ετεροαναφορών μεταξύ διαφορετικών θεματικών περιοχών. Αυτό σημαίνει ότι τα ιδρύματα με τα υψηλότερα επίπεδα ερευνητικής δραστηριότητας σε ερευνητικούς τομείς που παραδοσιακά έχουν μεγάλο αριθμό αναφορών (π.χ. Ιατρική) δεν θα κερδίζουν αθέμιτο πλεονέκτημα σε σχέση με ιδρύματα του χώρου των κοινωνικών επιστημών, που παραδοσιακά έχουν χαμηλότερα επίπεδα αναφορών. Στο σημείο αυτό ασκείται βάσιμη κριτική από τον χώρο των Ανθρωπιστικών Σπουδών.

Βασικό συμπέρασμα από την ανάλυση των συγκεκριμένων κριτηρίων είναι ότι ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα είναι σε πλεονεκτική θέση όταν διαθέτει διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό με μεγάλο αριθμό ετεροαναφορών. Επιπροσθέτως, η ύπαρξη τμημάτων και σχολών των επιστημονικών πεδίων των Θετικών Επιστημών και της Υγείας προσθέτει επίσης «πόντους».

Βραβεία και διακρίσεις. Αποτελεί ένα κριτήριο το οποίο έχει δημιουργήσει πολύ μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσον πραγματικά αποτυπώνει και αποτιμά την τρέχουσα ακαδημαϊκή εικόνα ενός πανεπιστημίου. Παρά το γεγονός ότι οι υπεύθυνοι κατάταξης αυτών των πινάκων διαβεβαιώνουν ότι λαμβάνεται υπόψη και το μέγεθος του πανεπιστημίου, δηλαδή επιδρά θετικότερα σε ένα μικρό πανεπιστήμιο η απονομή βραβείου Νομπέλ σε ένα μέλος του, απ’ ό,τι σε ένα μέλος ενός μεγάλου πανεπιστημίου, όπως, π.χ., το Χάρβαρντ, οι αμφιβολίες και οι αντιρρήσεις είναι ισχυρές. Η επίτευξη μιας σημαντικής βράβευσης παγκοσμίου βεληνεκούς, και η αναγνώριση που αυτή συνεπάγεται, μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας επίπονης και επίμονης προσωπικής προσπάθειας ενός συγκεκριμένου καθηγητή και όχι το αποτέλεσμα μιας ερευνητικής στρατηγικής ή μιας «παράδοσης» σε έρευνας υψηλής ποιότητας που έχει ένα πανεπιστήμιο.

Το συμπέρασμα από το συγκεκριμένο κριτήριο είναι ότι σε ορισμένους πίνακες κατάταξης η θέση ενός ιδρύματος μπορεί να μεταβληθεί σημαντικά επειδή μεμονωμένα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, ή και απόφοιτοί του, λαμβάνουν σημαντικές διακρίσεις και βραβεία.
Διδασκαλία και ποιότητα εκπαίδευσης. Η συγκεκριμένη κατηγορία δεικτών διερευνά αφενός την ποιότητα του παρεχόμενου διδακτικού έργου και αφετέρου το πλαίσιο και τις συνθήκες όπου αυτή παρέχεται. Τα κριτήρια και οι μεταβλητές στηρίζονται τόσο σε συγκεκριμένα απογραφικά-στατιστικά στοιχεία του κάθε πανεπιστημίου τα οποία θεωρούνται αντικειμενικά και μη αμφισβητήσιμα, όσο και στα αποτελέσματα ποιοτικής έρευνας τα οποία έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα.

Ενα παράδειγμα τέτοιου δείκτη είναι η αναλογία προπτυχιακών φοιτητών προς αριθμό καθηγητών. Οσο περισσότερο ανεβαίνει αυτός ο αριθμός, περισσότεροι φοιτητές αναλογούν σε έναν καθηγητή και κατά συνέπεια μειώνεται η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.

Συμπερασματικά, ένα ίδρυμα που επιθυμεί να βελτιώσει τη βαθμολογία του στο κριτήριο της διδασκαλίας θα πρέπει να επιδιώξει, στο μέτρο του δυνατού, να βελτιώσει την αναλογία διδακτικού προσωπικού και φοιτητών, να αυξήσει το διδακτικό προσωπικό ή να το διατηρεί σταθερό και να μειώσει όσο το δυνατόν την καθυστέρηση ολοκλήρωσης προπτυχιακών σπουδών. Αυτό στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα δύσκολο, διότι η υποστελέχωση των πανεπιστημίων και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν επιτρέπουν τη βελτίωση της αναλογίας φοιτητών και καθηγητών.

Διεθνής διάσταση. Το συγκεκριμένο κριτήριο αξιολογεί την ύπαρξη ποσοστού αλλοδαπών φοιτητών στον συνολικό αριθμό φοιτητών ενός ιδρύματος καθώς και καθηγητών και ερευνητών που προέρχονται από την αλλοδαπή. Στην περίπτωση του πίνακα των Times Higher Education, παρουσιάζεται κι ένα τρίτο υποκριτήριο, το οποίο αναφέρεται στο ποσοστό των ερευνητικών εργασιών που έχουν συν-συγγραφείς από την αλλοδαπή. Είναι προφανές ότι αν ένα πανεπιστήμιο θέλει να βελτιωθεί στους συγκεκριμένους δείκτες θα πρέπει να ενισχύσει την «εξωστρέφειά» του μέσω βελτίωσης της κινητικότητας φοιτητών και ακαδημαϊκού προσωπικού, όπως και όσο θα είναι αυτό εφικτό. Για τούτο, όμως, απαιτούνται πόροι, οικονομικοί και ανθρώπινοι.

Aπασχόληση αποφοίτων. Και το συγκεκριμένο κριτήριο το συναντάμε μόνο στις δύο από τις πέντε σημαντικότερες κατατάξεις. Η κατάταξη Center for World University Rankings (CWUR) βαθμολογεί με 25% την απασχολησιμότητα των αποφοίτων (Alumni Employment), δηλαδή τον συνολικό αριθμό των αποφοίτων που κατέχουν θέση CEO στις κορυφαίες εταιρείες παγκοσμίως. Αντίστοιχα η QS ακολουθεί ποιοτική έρευνα μέσω ερωτηματολογίου που απευθύνεται σε δείγμα εργοδοτών των αποφοίτων των πανεπιστημίων και βαθμολογείται με 10%.

Ολοκληρώνοντας τη σύγκριση μεταξύ των κατατάξεων, διαπιστώνονται σοβαρές αποκλίσεις, γεγονός που οφείλεται στην εφαρμογή διαφορετικών κριτηρίων και μεθοδολογιών. Βεβαίως, οι πίνακες κατάταξης είναι μια αποδεκτή μέθοδος σχετικής αξιολόγησης των πανεπιστημίων. Ομως μια προσεκτική ανάλυση δείχνει ότι δεν μπορούν να αποτελούν το μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης και επιλογής.

 

πηγή