Το Πανεπιστήμιο έπαυσε να είναι μηχανισμός αποκλεισμού αλλά ταυτόχρονα έπαυσε να είναι και μηχανισμός επιλογής των αρίστων

Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ – 27/09/2020 (σελ. 55)

H εκπαιδευτική πολιτική ως αναπτυξιακή δυνατότητα

Γιάννης Σακκάς

Τη μεταπολεμική περίοδο διαμορφώθηκε στις δυτικές χώρες ένα ριζικά διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, που επέτρεπε την πλατιά πρόσβαση των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι αριθμοί των φοιτητών αυξάνονταν με εκρηκτικούς μηχανισμούς. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση, χωρίς ποτέ να χάσει τη στενή σχέση της με την επαγγελματική αποκατάσταση, απέκτησε ωστόσο ένα νέο, πολύ πιο διευρυμένο, περιεχόμενο. Για σημαντική μερίδα του πληθυσμού έγινε πια κάτι σαν αυτονόητο. Σαν μια απαραίτητη προϋπόθεση, αν είναι κανείς να διεκδικήσει κάποια αξιόλογη θέση στην κοινωνία. Διαβατήριο για τη νέα εποχή, όπου η γνώση είναι ο βασικός μοχλός παραγωγής οικονομικού πλούτου.

Η διεύρυνση αυτή ήρθε και στη χώρα μας. Ηρθε όμως με πολλές στρεβλώσεις. Και ήρθε παραμερίζοντας κάποια χαρακτηριστικά του Πανεπιστημίου, που είχαν αναμφίβολα έναν θετικό χαρακτήρα. Υπονόμευσε και τελικά αναίρεσε τη λειτουργία του ως μηχανισμού κοινωνικής μείξης, ως διεξόδου κοινωνικής ανόδου για τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού.

Υπήρξε σε σύντομο χρονικό διάστημα ένας πληθωρισμός από ιδρύματα, καθηγητές, φοιτητές, πτυχία. Με τη διεύρυνση το Πανεπιστήμιο έπαυσε να είναι μηχανισμός αποκλεισμού αλλά ταυτόχρονα έπαυσε να είναι και μηχανισμός επιλογής των αρίστων. Δύο συνέπειες, η μία θετική κι αντίστοιχη με τις απαιτήσεις και τις τάσεις των καιρών, η άλλη αρνητική και υπόστρωμα για τον ευτελισμό και την ακαδημαϊκή υποβάθμιση που ακολούθησε. Σταδιακά, η τριτοβάθμια εκπαίδευση απώλεσε την αίγλη που είχε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Παρέμεινε βέβαια στη συνείδηση του κόσμου ως μια απαραίτητη προϋπόθεση για μια θέση, κυρίως στο Δημόσιο, η οποία φυσικά δεν αντανακλά κάποια αίγλη, παρά μάλλον τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας μας με τον μεγάλο ακόμα και σήμερα δημόσιο τομέα και τον μικρό και μάλλον ανασφαλή ιδιωτικό τομέα.

Η διεύρυνση θα μπορούσε να είναι απόλυτα θετικό φαινόμενο αν στη χώρα μας δεν είχε χειραγωγηθεί από ποικίλα πολιτικά συμφέροντα, που συντήρησαν τον μύθο της μη ανάγκης επιλογών στην κοινωνία. Η «επιλογή» ως έννοια καταγγέλθηκε ως αντιδραστική, συντηρητική, ελιτίστικη, ως κοινωνικός δαρβινισμός. Ομως οι περισσότερες χώρες της Δύσης εξασφάλισαν την ευρεία πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρίς να χρειαστεί να την υπονομεύσουν ως μηχανισμό αναπαραγωγής της κοινωνικής ελίτ. Τόσο της δικιάς τους όσο και άλλων χωρών που εμπιστεύονταν τα ιδρύματά τους. Αλλος διακρίθηκε περισσότερο στον έναν τομέα άλλος στον άλλο. Για παράδειγμα, οι Σκανδιναβικές χώρες πρόσφεραν ένα πολύ ποιοτικό σύστημα εκπαίδευσης για τον πολύ πληθυσμό. Για τον μέσο πολίτη. Οι ΗΠΑ, αντίθετα, αποτελούν σήμερα τον συντριπτικά ισχυρότερο πόλο εκπαίδευσης των διεθνών ελίτ, ακόμα και αρκετών μελών της δικής μας ελίτ (εξαιρετικά μοντέρνος τρόπος βαθιάς και μόνιμης πολιτικής επιρροής). Ενδιαφέρθηκαν και επένδυσαν περισσότερο για το καλό και όχι τόσο για το μέσο αμερικανικό πανεπιστήμιο. Σε κάθε περίπτωση, πουθενά δεν αμφισβητήθηκαν οι δύο διακριτές υπηρεσίες του Πανεπιστημίου. Πρόσβαση στη γνώση και επιλογή αρίστων. Διατυπώθηκαν με εύηχο τρόπο στη Διακήρυξη της Μπολόνια. Αυτός ο διπλός ρόλος έχει, θέλω να πιστεύω, καθολική αναγνώριση.

Η παιδεία συνδέεται ποικιλοτρόπως με την οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη. Η πτώση της ποιότητας στην εκπαίδευση συνέβαλε και στην ανάσχεση της αναπτυξιακής δυναμικής που είχε η χώρα την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Σε μια χώρα με εξαιρετικά φυσικά πλεονεκτήματα, με έναν λαό δραστήριο και εξωστρεφή και με την εκτίμηση, τις καλές σχέσεις και τον έντονο ιστορικό απόηχο που διαθέτει σε κάθε γωνιά της γης θα μπορούσε αυτή η αναπτυξιακή δυναμική να είναι πολύ ισχυρή.

Ομως δεν είναι. Αιτία γι’ αυτό είναι η παραγνώριση της σημασίας της ποιότητας. Πώς μπορούμε άραγε να την εξασφαλίσουμε; Συνοπτικά θα έλεγα με την απομάκρυνση από την ιδεολογία της ισοπέδωσης στο όνομα μιας δήθεν λαϊκής (δήθεν δωρεάν) εκπαίδευσης, με την ορθή, αντικειμενική και αυστηρή αξιολόγηση των Ιδρυμάτων και με την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών πρόσβασης σε αυτό.

Ο συμπατριώτης μας ομογενής Constantine Papadakis, που διετέλεσε πρόεδρος του Πανεπιστημίου του Drexel στις ΗΠΑ, έλεγε χαρακτηριστικά ότι η προσέλκυση ενός φοιτητή στο πανεπιστήμιό του κόστιζε στο ίδρυμα 1.500 δολάρια. Σε εμάς επίσημα δεν κοστίζει τίποτα. Μόνο που όποιος πήγαινε στον κ. Παπαδάκη περίμενε κάτι σημαντικό, προσδοκούσε να βελτιώσει τη ζωή του και ήταν έτοιμος να καταβάλει γι’ αυτό και κάποιο τίμημα, που θα κάλυπτε τις δαπάνες του πανεπιστημίου υποδοχής. Αντίθετα σε εμάς δεν υπάρχει κανένα κίνητρο, καμιά ιδιαίτερη προσδοκία, παρά μια θλιβερή απουσία κάθε κριτηρίου για την ποιότητα της γνώσης που προσφέρεται στα ιδρύματά μας. Αυτό είναι το τίμημα μιας στρεβλής διεύρυνσης, η οποία δυστυχώς συνεχίζεται ως σήμερα.

Ο κ. Γιάννης Σακκάς είναι τακτικός καθηγητής Ιστορίας του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

προσθήκη του διαχειριστή:
Το 2020  το 43% των τμημάτων  ΑΕΙ  έχουν βάση κάτω από 10000 μόρια.
Το 2020 πέρασαν στα ΑΕΙ το 88,15% των υποψηφίων Ημ. ΓΕΛ
Το 2020 στο Επιστημονικό Πεδίο Θετικών και Τεχνολογικών Επιστημών οι θέσεις ήταν περισσότερες από τους υποψήφιους!!!
Η Ελλάδα είναι παγκόσμια πρωταθλήτρια σε ποσοστό εισακτέων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση!!!