«Το ελληνικό πρόγραμμα πρέπει να γίνει περισσότερο πρακτικό»

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ερευνών όπως The Learning Curve ή PISA συχνά αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό. Κυρίως από χώρες που κατατάσσονται σε… χαμηλές θέσεις. Οι ενστάσεις των εκπαιδευτικών είναι ότι οι έρευνες βασίζονται στα πρότυπα αγγλοσαξονικών συστημάτων. Δίνουν βάρος δηλαδή στο πρακτικό κομμάτι της γνώσης. «Πράγματι έχει βάση αυτή η κριτική. Χώρες που
είναι στις πρώτες θέσεις ευνοούν τη δυτική σκέψη, σε αντίθεση με την Ελλάδα όπου υπάρχει η παπαγαλία», λέει ο κ. Μπουζάκης και
συμπληρώνει: «Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να φτάνουμε στο άλλο άκρο και να λέμε ότι η χαμηλή κατάταξη δεν μας αφορά. Η θέση που παίρνει η χώρα μας πρέπει να μας δίνει μηνύματα».
Παρομοίως, η επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκόπειου Χρύσα Σοφιανοπούλου, με αντικείμενο την ανάλυση της εκπαιδευτικής επίδοσης, λέει ότι αυτού του τύπου οι έρευνες είναι «μεθοδολογικά και
επιστημονικά πολύ καλά στημένες». Το γνωρίζει άλλωστε από πρώτο χέρι διότι έχει διατελέσει εθνική διαχειρίστρια για την PISA στην Ελλάδα την περίοδο 2008-2010. Η διαφορά στις επιδόσεις των ελλήνων μαθητών με τους Φινλανδούς, για παράδειγμα, δεν είναι ότι οι πρώτοι έχουν διδαχθεί διαφορετικά πράγματα. «Εμείς έχουμε πολύ υψηλού επιπέδου αναλυτικά προγράμματα, θεωρητικής όμως γνώσης. Τα παιδιά ξέρουν τύπους, αλλά δεν γνωρίζουν να τους εφαρμόσουν.  Κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει στην Ελλάδα να δώσουμε άλλη κατεύθυνση στο πρόγραμμα σπουδών: να έχει μεγαλύτερη σύνδεση με την καθημερινή ζωή και να είναι λιγότερο θεωρητικό». Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα ο γραμματέας του Κέντρου Εκπαιδευτικών Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ, Ανδρέας Παπαδαντωνάκης τονίζει ότι δεν μπορεί να αγνοηθούν. Προσθέτει μάλιστα πως οι χαμηλές επιδόσεις της Ελλάδας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη μορφή του εκπαιδευτικού μας συστήματος:«Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι θεραπαινίδα του συστήματος που έχει ως επίκεντρο τις εξετάσεις».

ΤΑ ΝΕΑ