Πανελλαδικές εξετάσεις: καιρός για αλλαγή

Το ισχύον σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων για την εισαγωγή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ έχει ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ αυτού: το αδιάβλητο του συστήματος. Τα αρνητικά όμως του συστήματος είναι πολλά και σοβαρά. Ιδού μερικά: είναι πολύ δαπανηρό για το Δημόσιο και για τις οικογένειες των μαθητών, ευνοεί την παραπαιδεία, ενθαρρύνει την παπαγαλία, στρέφει τους υποψηφίους σε σχολές για τις οποίες δεν ενδιαφέρονται πραγματικά, επιτρέπει υποκειμενική κρίση των διορθωτών, καθιστά τα ΑΕΙ απαγορευτικά για όποιον θέλει να σπουδάσει μερικά χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το λύκειο. Επίσης, πολύ σημαντικό μειονέκτημα είναι το ότι η επιλογή των φοιτητών δεν γίνεται από το πανεπιστήμιο στο οποίο θα σπουδάσουν. Η ώρα της αντικατάστασής του έχει έρθει.

Η εισαγωγή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ πρέπει να βασίζεται στο ενδιαφέρον, στην αντίληψη και στις γνώσεις των υποψηφίων και όχι στην αποστήθιση κειμένων ή τύπων, πρέπει να έχει μηδενικό ή πολύ μικρό κόστος για το Δημόσιο και η επιλογή πρέπει να γίνεται από το πανεπιστημιακό τμήμα για το οποίο ενδιαφέρεται ο υποψήφιος. Φυσικά, στο θέμα αυτό δεν χρειάζεται να πρωτοτυπήσουμε. Τέτοιοι τρόποι εισαγωγής υπάρχουν και χρησιμοποιούνται σε άλλες χώρες, όπως στην Αμερική, που χρησιμοποιούν το SAT και το GRE. Αυτά τα συστήματα εξετάσεων ελέγχουν την αντίληψη και τις γνώσεις και αποκλείουν την παπαγαλία. Δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς πότε έγινε η μάχη της Κλοκοτινίτσας για να έχει καλή αντίληψη και γνώση της Ιστορίας. Οι εξετάσεις αυτές μπορούν εύκολα να προσαρμοστούν στα καθ’ ημάς. Το ΑΣΕΠ εδώ και πολύ καιρό χρησιμοποιεί τέτοιες εξετάσεις και ουδέν παράπονο έχει διατυπωθεί.

Ενα τέτοιο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ και ΤΕΙ μπορεί να λειτουργεί πολύ απλά, ως εξής: ο υποψήφιος καταθέτει στο τμήμα ή στα τμήματα της προτίμησής του μια αίτηση, ένα μονοσέλιδο βιογραφικό, ίσως τους βαθμούς της Γ’ λυκείου, και τη βαθμολογία των εξετάσεων, που φθάνει σφραγισμένη, χωρίς να είναι δυνατή η αλλαγή της, στον υπεύθυνο των εξετάσεων, χωρίς τη συμμετοχή του υποψηφίου. Ενα μικρό παράβολο που θα επιστρέφεται στους επιτυχόντες ίσως είναι απαραίτητο για την αποφυγή καταχρήσεων του συστήματος. Επί τη βάσει αυτών το τμήμα επιλέγει τους φοιτητές του.

Σε ένα τέτοιο σύστημα δύο σημεία απαιτούν προσοχή. Πρώτον, ποιος οργανώνει αυτές τις εξετάσεις. Μια λύση είναι μια υπηρεσία του υπουργείου Παιδείας ή μια αξιόπιστη ιδιωτική εταιρεία, κατά προτίμηση ξένη. Η εξέταση αυτή κοστίζει λίγα χρήματα στον υποψήφιο και η εξέταση μπορεί να γίνεται δύο, τρεις ή και τέσσερις φορές τον χρόνο.

Δεύτερον, πώς εξασφαλίζεται το αδιάβλητο της επιλογής από τα πανεπιστημιακά τμήματα, δηλαδή να μη γεμίζουν οι ιατρικές σχολές από παιδιά γιατρών, οι νομικές από παιδιά δικηγόρων κτλ. χωρίς να το αξίζουν. Ο τρόπος εξασφάλισης είναι απλός: η πλήρης διαφάνεια. Ο έλεγχος των επιλογών να είναι στη διάθεση οποιουδήποτε ενδιαφερομένου.
Ασφαλώς υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες που πρέπει να εξεταστούν. Το βέβαιον όμως είναι ότι υπάρχουν συστήματα επιλογής καλύτερα από αυτό των πανελλαδικών εξετάσεων όπως γίνονται τώρα.

Ο κ. Θ. Π. Λιανός είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 1-9-2013