Μετά την αξιολόγηση

Το περιεχόμενο που βλέπετε έχει δημοσιευθεί πριν 10 έτη . Παρακαλούμε να λάβετε υπόψη τον χρόνο δημοσίευσής του και το ενδεχόμενο ότι όσα αναγράφονται σε αυτό να μην ισχύουν ή να έχουν τροποποιηθεί.

Τζιόβας Δημήτρης, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ

giobasΠριν από τρία σχεδόν χρόνια είχα γράψει ένα κείμενο («Αξιολόγηση ή επιθεώρηση για τα ΑΕΙ και ΤΕΙ», Βήμα, 19 Ιουνίου 2011) με βάση την εμπειρία από τη συμμετοχή μου στην αξιολόγηση ενός ελληνικού πανεπιστημιακού τμήματος. Παρά τις αντιρρήσεις που διατύπωσα τότε για τον τρόπο αξιολόγησης των ελληνικών πανεπιστημίων και οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν, αποφάσισα φέτος να συμμετάσχω σε μια ακόμη αξιολόγηση και να δω αν τα πράγματα έχουν εν τω μεταξύ αλλάξει καθώς η πρώτη αξιολόγηση των ελληνικών πανεπιστημίων φαίνεται να ολοκληρώνεται.

Σε τι θα βοηθήσουν ή πού θα οδηγήσουν αυτές οι αξιολογήσεις είναι άγνωστο, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται κάποιος έλεγχος για την εφαρμογή των προτάσεων των αξιολογητών ενώ ορισμένες από αυτές έχουν γίνει πριν από μερικά χρόνια, βασίστηκαν σε ακόμη παλαιότερα στοιχεία και ως εκ τούτου είναι ήδη πεπαλαιωμένες. Εφόσον οι ίδιοι αξιολογητές δεν «αξιολόγησαν» όλα τα ομοειδή τμήματα, δεν μπορούν να συναχθούν ασφαλή αποτελέσματα ώστε να αξιοποιηθούν για τη σύγκριση και τον ανασχεδιασμό των πανεπιστημιακών τμημάτων ανά την επικράτεια. Τελικά θα αναρωτηθεί κανείς, ξοδεύτηκαν τόσα χρήματα χωρίς να είναι σαφές τι θα αποφέρουν αυτές οι αξιολογήσεις ή μήπως έγιναν για να καλλιεργήσουν την ψευδαίσθηση προς τα έξω ότι και τα ελληνικά ΑΕΙ αξιολογούνται; Και σε ποια βάση θα γίνει η επόμενη αξιολόγηση; Αν δεν συζητηθούν ουσιαστικά και δεν αντιμετωπιστούν κατά προτεραιότητα τα τρία βασικά προβλήματα (μεγάλος αριθμός φοιτητών, ανισότητες μεταξύ ομοειδών τμημάτων και ανεπάρκεια υποδομών) που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά ΑΕΙ, οι όποιες αξιολογήσεις δεν θα έχουν νόημα.

Φέτος ανακοινώθηκε ότι σε ΑΕΙ και ΤΕΙ θα προσφερθούν 70.305 θέσεις χωρίς να διευκρινίζεται σε τι ποσοστό αποφοίτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αντιστοιχεί αυτός ο αριθμός. Εισάγει όντως η Ελλάδα δυσανάλογα υψηλό ποσοστό στην ανώτατη εκπαίδευση σε σχέση με άλλες χώρες; Εχει η χώρα την οικονομική δυνατότητα να εκπαιδεύσει αποτελεσματικά τόσο υψηλό ποσοστό; Σε όσες αξιολογήσεις έχω συμμετάσχει η δυσαναλογία διδασκόντων και διδασκομένων προβάλλεται ως το κατεξοχήν πρόβλημα για το οποίο δεν γίνεται τίποτε. Αποτελεί όμως και τη μόνιμη δικαιολογία πίσω από την οποία οχυρώνονται πολλοί πανεπιστημιακοί για να δικαιολογηθούν αδυναμίες ή ακόμη και η απροθυμία για αλλαγές. Αν δεν καθοριστεί σταθερή αναλογία διδασκόντων και διδασκομένων, που να ισχύει για όλα τα ομοειδή τμήματα και να είναι αποδεκτή και συγκρίσιμη με άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, οι αξιολογήσεις δεν μπορούν να αποδώσουν.

Κάποιοι προβλέπουν ότι το απαγορευτικό κόστος σπουδών θα οδηγήσει πολλούς φοιτητές να μην πάνε στα επαρχιακά πανεπιστήμια και έτσι κάποια τμήματα αναγκαστικά θα κλείσουν. Ωστόσο, ο πανεπιστημιακός συγκεντρωτισμός σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη δεν αποτελεί λύση, αν ληφθεί υπόψη ότι οι ανισότητες μεταξύ πανεπιστημιακών τμημάτων είναι σοβαρές ενώ τα παλαιότερα και τα κεντρικότερα υπερτερούν σε προσωπικό και υποδομές. Για τούτο ουσιαστική αξιολόγηση των τμημάτων στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει αν δεν διασφαλιστεί ότι όλα ξεκινούν πάνω-κάτω με τον ίδιο παρανομαστή.

Σε κάθε σχεδόν αξιολόγηση επαναλαμβάνεται επίσης ότι τα κονδύλια για τον εμπλουτισμό των βιβλιοθηκών και τον εν γένει πανεπιστημιακό εξοπλισμό είναι πενιχρά. Πώς όμως τα ελληνικά ΑΕΙ θα μπορέσουν να βελτιώσουν τη διεθνή τους εικόνα όταν, για να δώσω ένα απλό παράδειγμα, αυτή πλήττεται από το γεγονός ότι ελάχιστοι έλληνες πανεπιστημιακοί εμπιστεύονται τον κεντρικό εξυπηρετητή (server) του πανεπιστημίου τους και δεν χρησιμοποιούν τις πανεπιστημιακές ηλεκτρονικές διευθύνσεις τους, οι οποίες κατά τεκμήριο θα έπρεπε να είναι πιο ασφαλείς, όπως συμβαίνει σε πολλά ξένα πανεπιστήμια; Με τα τρέχοντα οικονομικά δεδομένα της Ελλάδας θεωρώ μάλλον απίθανο η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων να αυξηθεί, οπότε ανοίγονται δύο προοπτικές. Είτε πανεπιστημιακά τμήματα να συγχωνευθούν, ώστε η υπάρχουσα χρηματοδότηση για τα υπόλοιπα τμήματα να αυξηθεί, είτε τα τμήματα να παραμείνουν ως έχουν και να υποβαθμίζονται ακόμη περισσότερο από την έλλειψη πόρων.

Η αξιολόγηση της ανώτατης εκπαίδευσης μέχρι τώρα βασίστηκε σε πανεπιστημιακούς του εξωτερικού. Καιρός είναι οι πανεπιστημιακοί του εσωτερικού να συζητήσουν κατά επιστημονικό κλάδο και να καταλήξουν στο πώς βλέπουν το μέλλον των τμημάτων τους, πόσα τμήματα στον τομέα τους χρειάζονται ή μπορούν να επιβιώσουν ανά την επικράτεια. Και αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει με ειλικρίνεια και ρεαλισμό αλλά και χωρίς να αποβεί εις βάρος των περιφερειακών πανεπιστημίων. Για τούτο πρέπει μετά την πρώτη αξιολόγηση οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί της χώρας να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους αλλά και το υπουργείο να τους εμπιστευθεί, δίνοντας σαφή απάντηση στα τρία βασικά ζητήματα που έθεσα παραπάνω. Διαφορετικά οι αξιολογήσεις θα καταντήσουν αναξιόπιστες και ίσως οδηγήσουν σε πρόχειρες και αιφνιδιαστικές αποφάσεις ή ακόμη και άδικες λύσεις.

O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.

Σχολιάστε

18 + 7 =

The maximum upload file size: 5 MB. You can upload: image, audio, video, document, spreadsheet, interactive, text, archive. Links to YouTube, Facebook, Twitter and other services inserted in the comment text will be automatically embedded. Drop file here