Η πανεπιστημιακή διδασκαλία είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη μετάδοση γνώσεων. Προϋποθέτει την απόλυτη γενναιοδωρία του διδάσκοντα.
Γιώργος Στείρης, Αρθρογράφος Καθηγητής Φιλοσοφίας, ΕΚΠΑ
″Ο Πυθαγόρας δεν μας κληροδότησε κανένα δικό του σύγγραμμα, επειδή πίστευε ότι δεν χρειάζεται να αφήσει πίσω του άψυχα συγγράμματα…, αλλά έμψυχα συγγράμματα, δηλαδή μαθητές”. Η πληροφορία αυτή παραδίδεται από τον φιλόσοφο Ολυμπιόδωρο (6ος αι. μ.Χ.), στο έργο του «Εις τα Προλεγόμενα της Λογικής». Παρότι τα πανεπιστήμια δημιουργήθηκαν ως χώροι μάθησης και παίδευσης των ανθρώπων, η υποτίμηση της πανεπιστημιακής διδασκαλίας -σε παγκόσμιο επίπεδο- αποτελεί σημάδι παρακμής της ακαδημαϊκής κουλτούρας.
Η θεμελιώδης αρχή, που διέπει το σύγχρονο πανεπιστήμιο, συνοψίζεται στο «δημοσίευσε ή εξαφανίσου (publish or perish)». Οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί καθηγητές εξωθούνται να ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την έρευνα, τη συγγραφή, τη διοίκηση ή άλλες παράπλευρες δημόσιες δραστηριότητες (επιτροπές, διοικητικά συμβούλια κ.ά.), δαπανώντας σε αυτές σχεδόν όλο τους το χρόνο και την ενέργεια. Κατά συνέπεια, οδηγούνται στην υποτίμηση της διδασκαλίας, καθώς αυτή έχει ελάχιστο αντίκρισμα για τους ίδιους και το ίδρυμά τους, υπό στενά ακαδημαϊκούς όρους. Υποτίμηση που εκδηλώνεται με πολλαπλούς τρόπους, όπως την ανάθεση (τυπική ή άτυπη) των διδακτικών καθηκόντων σε άλλα πρόσωπα, την αμέλεια ή την πλημμελή προετοιμασία του μαθήματος. Η υποτίμηση της διδασκαλίας είναι μια από τις βασικές αιτίες της αποψίλωσης των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων από ακροατήριο. Οι φοιτητές δεν βρίσκουν λόγο να παρίστανται στο αμφιθέατρο, όταν η διδασκαλία είναι χαμηλού επιπέδου και το περιεχόμενό της δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προκλήσεις. Πόσο μάλλον όταν είναι εμφανής η απροθυμία κάποιων καθηγητών, οι οποίοι συχνά αναζητούν τρόπους απαλλαγής από το διδακτικό βάρος.
Βεβαίως, στις προσλήψεις και τις εξελίξεις του ακαδημαϊκού προσωπικού προϋποτίθεται η διδακτική προϋπηρεσία, προσδιορισμένη πρωτίστως χρονικά και όχι ποιοτικά. Με άλλα λόγια, χρειάζεται να αποδείξει ο υποψήφιος ότι έχει διδάξει και όχι η αριστεία στη διδασκαλία. Ακόμα και όταν υπάρχουν διδακτικές διακρίσεις, θεωρούνται υποδεέστερης σημασίας σε σχέση με την αριστεία στην έρευνα και την ποιότητα των δημοσιεύσεων. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι βασική αποστολή του πανεπιστημιακού καθηγητή είναι πια η εξεύρεση και προσέλκυση ερευνητικών κονδυλίων, η οποία εξαρτάται από το ερευνητικό και όχι από το διδακτικό του έργο.
Επίσης, η ενεργός συμμετοχή των καθηγητών σε παράπλευρες δραστηριότητες εκτιμάται δεόντως, επειδή αυτές αυξάνουν το κύρος και την «αναγνωρισιμότητα» τους, γεγονός που κολακεύει τους ίδιους και παράλληλα ενδιαφέρει το ίδρυμα στο οποίο εργάζονται, καθώς αποτελεί επίσης μέσο για την προσέλκυση χρηματοδοτήσεων. Επιπρόσθετα, τα ερευνητικά προγράμματα, οι δημοσιεύσεις και οι διακρίσεις βαρύνουν δυσανάλογα στις διεθνείς κατατάξεις των πανεπιστημίων∙ πολύ περισσότερο από την αριστεία στη διδασκαλία.
Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι ο ίδιος ο τίτλος του «καθηγητή» δεν εμπεριέχει ως sine qua non τη διδασκαλία, υπό την παραδοσιακή έννοια, αλλά δηλώνει μια ευρύτερη καθοδήγηση, η οποία είναι δυνατόν να επιτευχθεί και εκτός συμβατικής διδασκαλίας. Η απάντηση είναι ότι, στην περίπτωση τουλάχιστον του σοφού Έλληνα νομοθέτη, ο ακριβής τίτλος των πανεπιστημιακών καθηγητών είναι μέλη ΔΕΠ (Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό), προτάσσοντας έτσι τη διδασκαλία έναντι της έρευνας. Η έρευνα είναι εργαλείο της διδασκαλίας: ερευνούμε για να διδάσκουμε νέα γνώση∙ η έρευνα δεν είναι αυτοσκοπός, στο ακαδημαϊκό περιβάλλον. Αλλά και στις λατινογενείς γλώσσες ο όρος «professor» προέρχεται από το λατινικό ρήμα «profiteor», στο οποίο εννοιολογικά εμπεριέχεται η διδασκαλία.