Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ – 22/06/2024 (σελ. 40)
«Δεν δίνουμε στους φοιτητές εναλλακτικές πορείες καριέρας»
Ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργος Δουκίδης μιλάει για τη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στην ανώτατη εκπαίδευση και την αγορά εργασίας και την οικονομική ανάπτυξη με βάση τη γνώση
Της Ιφιγένειας Βιρβιδάκη
Ο ίδιος επέλεξε να γευματίσουμε στο «Καστελόριζο» στην Κηφισιά. Ερχεται συχνά εδώ – από τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα. Εξάλλου, αγαπά την ψαροφαγία ιδιαίτερα… εκ καταγωγής. «Γεννήθηκα στην Ξυλαγανή», λέει ο Γιώργος Δουκίδης, «και η Θράκη, λόγω των τριών ποταμών της, είναι η περιοχή με τη μεγαλύτερη και καλύτερη παραγωγή ψαριών στην Ελλάδα. Ακόμα και σήμερα όταν ανεβαίνουμε στο χωριό με την οικογένειά μου ξεκινάμε πολύ νωρίς για να φτάσουμε γύρω στις 3 το μεσημέρι, κατάλληλη ώρα για να πάμε κατευθείαν στην αγαπημένη μας ψαροταβέρνα της περιοχής».
Με τον καθηγητή Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ιδρυτή του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικού Επιχειρείν (ELTRUN), αλλά και του Κέντρου Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας (ACEin), πρωτοσυναντηθήκαμε στην παρουσίαση μιας πολύ ενδιαφέρουσας μελέτης που έκανε το ELTRUN μαζί με την ΕΥ Ελλάδος και την Endeavor Greece και είχε τον τίτλο «Mind the Gap: Γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Αγοράς Εργασίας». Η μελέτη αυτή, εκτός από μια πολύτιμη και μοναδική καταγραφή των ποιοτικών χαρακτηριστικών (αντικείμενο, κατευθύνσεις σπουδών κ.ά.) των πανεπιστημιακών τμημάτων της χώρας μας, περιέχει και μια σειρά από προτάσεις για να μπορέσουν να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που δημιουργεί το βασικό συμπέρασμα – ότι μόλις το 51% των πανεπιστημιακών τμημάτων είναι προσανατολισμένα στα επαγγέλματα που απαιτεί το παραγωγικό αναπτυξιακό άλμα της χώρας. Αυτό θα ήταν και το αντικείμενο της συζήτησής μας.
Στην πορεία, όμως, η κουβέντα πήγε σε πολλά: στην τεχνητή νοημοσύνη, στην εμπειρία του τα πρώτα χρόνια της καριέρας του στο London School of Economics, στο ζήτημα της φοιτητικής στέγης («λείπουν οι οργανωμένες φοιτητικές εστίες, ευτυχώς κάτι γίνεται σιγά σιγά»), στους θρακιώτικους παραδοσιακούς χορούς που αγαπά (και να χορεύει), στην καταγωγή της οικογένειάς του από τη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης και την Κωνσταντινούπολη και πολλά ακόμη – όπως την πιο όμορφη μνήμη από τα παιδικά χρόνια όταν έφευγαν από τις 4 το πρωί για να πάνε με το κάρο του παππού στο αμπέλι να συγκομίσουν τα σταφύλια ή όταν στα 15 του έμεινε στην Κομοτηνή μόνος γιατί δεν υπήρχε πρακτικό γυμνάσιο στο χωριό τους.
Επαγγελματικές διέξοδοι
Ξεκινήσαμε τη συζήτηση από την αφορμή: τη μελέτη και ό,τι καινούργιο φέρνει. «Το χάσμα ανάμεσα στην ανώτατη εκπαίδευση και την αγορά εργασίας το είχαμε εντοπίσει και σε προηγούμενη έρευνά μας, το 2017. Επιβεβαιώθηκε και τώρα – και από τη μελέτη της αγοράς, την οποία προσθέσαμε φέτος. Καταγράφοντας, όμως, αναλυτικά τα τμήματα που υπάρχουν στα ελληνικά πανεπιστήμια διαπιστώσαμε ότι έχουμε ένα πλεονέκτημα σε τμήματα STEM (Science, Techology, Mathematics) σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν; Υπάρχουν σήμερα καινούργια επαγγέλματα που δίνουν τη δυνατότητα διεξόδου σε παιδιά που αποφοιτώντας από το πανεπιστήμιο ουσιαστικά μπαίνουν σε ένα κανάλι αναμονής ή λίστα ανεργίας. Ενα παράδειγμα: Γιατί να μην εκπαιδεύσουμε έναν άνεργο μαθηματικό (που θα περιμένει μέχρι τα 45 του για να διοριστεί) ώστε να γίνει ένας καλός αναλυτής δεδομένων ή ένας καλός προγραμματιστής – επαγγέλματα που έχουν πολύ μεγάλη ζήτηση; Ενα μεγάλο “έγκλημα” των ελληνικών πανεπιστημίων είναι ότι δεν δίνουμε στους φοιτητές εναλλακτικές πορείες καριέρας», επισημαίνει ο Γ. Δουκίδης. «Μεγάλωσα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα, αυτό της Μεγάλης Βρετανίας, όπου ό,τι κι αν έκανες στο πρώτο πτυχίο, θα μπορούσες στον επαγγελματικό σου χώρο να κάνεις κάτι άλλο. Γιατί εντόπιζαν ποιοτικές δεξιότητές σου που ήταν χρήσιμες και σε εκπαίδευαν πάνω σε αυτές. Μπορούσες, για παράδειγμα, να τελειώσεις Φιλοσοφική στην Οξφόρδη και να γίνεις ο καλύτερος σύμβουλος επιχειρήσεων».
Η προσωπική πορεία του, εξάλλου, αποδεικνύει πως δεν πιστεύει στα στεγανά. «Ξεκίνησα μαθηματικός, έκανα management και μετά τεχνητή νοημοσύνη», λέει. Οπως διηγείται, τελειώνοντας το γυμνάσιο στη Θράκη, σπούδασε Μαθηματικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια βρέθηκε στο London School of Economics. «Στο τελευταίο έτος του προπτυχιακού ένας φωτισμένος καθηγητής μας, ο κ. Κουνιάς, μας έδειξε ότι τα Μαθηματικά δεν είναι μόνο θεωρία, ότι μπορούν να εφαρμοστούν και γνωρίσαμε για πρώτη φορά τη χρήση τους στο μάνατζμεντ. Μερικοί τεταρτοετείς φοιτητές προσπαθήσαμε να κάνουμε μεταπτυχιακό. Εγώ έγινα δεκτός στο London School of Economics. Εκανα masters και μετά πήρα υποτροφία για διδακτορικό στην Τεχνητή Νοημοσύνη».
Στα 25 του έγινε καθηγητής στο LSE. Το 1984 εξελέγη λέκτορας στην Υπολογιστικότητα στο ίδιο πανεπιστήμιο. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1990, ως αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο (ΑΣΟΕΕ τότε) και το 1995 εξελέγη καθηγητής. Το 1997 ίδρυσε το Εργαστήριο Ηλεκτρονικού Επιχειρείν (ELTRUN) και το 2000 συνίδρυσε το Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας. «Ολα αυτά που ακούμε τώρα για το πώς συνδυάζεις το μάνατζμεντ με τις τεχνολογίες, για big data και Τεχνητή Νοημοσύνη, τα βλέπαμε στο ΟΠΑ χρόνια πριν. Και κάναμε πολλές καινοτομίες, στήσαμε το 2000 αγγλόφωνο μεταπτυχιακό σε συνεργασία με τα τοπ πανεπιστήμια των ΗΠΑ και της Ευρώπης, κάναμε από νωρίς υποχρεωτική την πρακτική άσκηση, προχωρήσαμε πολύ γρήγορα στα μεταπτυχιακά προγράμματα σε συνεργασία με οργανισμούς και επιχειρήσεις. Στο πανεπιστήμιό μας εδώ και 25 χρόνια έχουμε θεσπίσει τα αριστεία διδασκαλίας. Κάθε χρόνο δύο καθηγητές από κάθε τμήμα τιμώνται με βάση των αξιολόγηση των φοιτητών. Και πρέπει να σας πω ότι για μένα, αν και έχω λάβει πολλές διακρίσεις και βραβεία, η μεγαλύτερη ήταν αυτή που πήρα δύο φορές με βάση την αξιολόγηση των φοιτητών για δύο μεταπτυχιακά προγράμματα».
Μιλάει για τους καθηγητές που γνώρισε στο LSE που καθόρισαν, όπως φαίνεται, κατά κάποιον τρόπο, και τη δική του στάση. «Παρότι ήταν παγκόσμιες προσωπικότητες, ήταν φιλικοί, προσιτοί και ανοιχτοί στην κοινωνία. Οταν ιδρύσαμε το τμήμα στο ΟΠΑ τους είπα ότι έχουμε έναν πελάτη που λέγεται φοιτητής. Πρέπει να τον βοηθάμε, να ασχολούμαστε μαζί του – όχι, όμως, να του κάνουμε τα χατίρια. Στην Αγγλία φωνάζαμε τους καθηγητές με τα μικρά τους ονόματα, κάτι που προσπαθώ να κάνω κι εγώ. Βέβαια, πρέπει παράλληλα να είμαστε επαγγελματίες. Πρέπει, π.χ., να πηγαίνω στο μάθημα 10 λεπτά πριν ξεκινήσει. Ο φοιτητής όταν έρχεται, σε βλέπει ήδη στην έδρα, άρα ξέρει ότι την επόμενη φορά δεν πρέπει να αργήσει. Πρέπει τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις να τα βγάζουμε την επόμενη εβδομάδα, να μην περιμένουν τα παιδιά δύο μήνες. Οταν σου στέλνουν mail να απαντάς μέσα σε 48 ώρες το αργότερο. Δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις τον άλλον αφ’ υψηλού».
Τεχνητή Νοημοσύνη
Στην Ελλάδα πρωτοήρθε το 1990 ως καθηγητής Τεχνητής Νοημοσύνης, με την οποία είχε ήδη ασχοληθεί πολλά χρόνια στην Αγγλία. Θυμάται χαμογελώντας ότι το 1985 είχε γίνει και πρωτοσέλιδο, ως ο νεαρός Ελληνας που θα έρθει για να φέρει την Τεχνητή Νοημοσύνη στη χώρα. «Η Τεχνητή Νοημοσύνη πέρασε τρεις φάσεις», εξηγεί: «Μία στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, με εφαρμογές γύρω από τα Μαθηματικά, μηχανές που έκαναν προσθέσεις κ.λπ. Η δεύτερη ανάπτυξη ήρθε από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Τότε δημιουργήθηκαν πολύ καλά συστήματα γύρω από τον χώρο της Υγείας. Τότε, μαζί με καθηγητές από τη Σχολή Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, φτιάξαμε ένα σύστημα βασισμένο στη γνώση των τριών κορυφαίων γιατρών της εποχής για τις υποσαχάριες χώρες όπου δεν υπήρχαν γιατροί. Το σύστημα βοηθούσε τις νοσοκόμες στη διάγνωσή τους για τις τροπικές ασθένειες και έτσι σώθηκαν εκατομμύρια παιδιά. Υπήρχε, όμως, ένα πρόβλημα: εμείς φτιάξαμε το σύστημα με βάση την υπάρχουσα γνώση των γιατρών, εντούτοις, η επιστήμη προχωρά και τα συστήματα αυτά δεν είχαν τη δυνατότητα να μαθαίνουν. Λειτουργούσαν εξαιρετικά αλλά για περιορισμένο χρόνο. Τώρα, στην τρίτη τους γενιά, τα συστήματα μαθαίνουν μόνα τους. Προσέξτε όμως: εμείς, εκείνη την εποχή, παίρναμε τη γνώση από τους κορυφαίους ειδικούς. Τώρα, τα συστήματα βλέπουν τι γίνεται στο Διαδίκτυο και έτσι “μαθαίνουν”. Το θέμα είναι όμως: είναι σωστά αυτά που βλέπουμε στο Διαδίκτυο; Μπορεί πλέον να δημιουργούμε πολύ γρήγορα συστήματα, ωστόσο, το όλο πρόβλημα είναι κατά πόσον βασίζονται σε σωστή γνώση και δεύτερον κατά πόσον είναι υπέρ της κοινωνίας». Θεωρεί ότι δεν είμαστε μακριά από το να δημιουργήσουμε ελεγκτικές υποδομές – ίσως αντίστοιχες με τις αυστηρές προδιαγραφές που ισχύουν για την αδειοδότηση ενός φαρμάκου. «Πάντα πιστεύω ότι η ανθρωπότητα μπορεί να δημιουργεί μηχανισμούς ελέγχου. Είναι σημαντικό που πολλοί διεθνείς οργανισμοί ασχολούνται με το θέμα».
Οικονομία της γνώσης
Επιστρέφοντας στο θέμα της πρόσφατης μελέτης, ζητήσαμε περισσότερες πληροφορίες για την πρόταση δημιουργίας επτά περιφερειακών κέντρων τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας στη χώρα. Μιλάει για τις δυνατότητες του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης με βάση τη γνώση και αναφέρει το επιτυχημένο παράδειγμα της Ιρλανδίας. «Η βασική υποδομή της οικονομίας της γνώσης είναι το ανθρώπινο δυναμικό. Μέσα από την έρευνα διαπιστώσαμε ότι, εκτός από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, υπάρχουν επτά περιοχές (Πάτρα, Ιωάννινα – Κέρκυρα, Ηράκλειο – Χανιά, Λάρισα – Βόλος, Ξάνθη – Καβάλα, Νησιά του Αιγαίου, Κοζάνη – Καστοριά) που διαθέτουν 69 τμήματα STEM και περίπου 169 μεταπτυχιακά, με 11.000 νέους αποφοίτους κάθε χρόνο. Αρα, έχουμε τη δυνατότητα να υποστηρίξουμε στις περιοχές αυτές επενδύσεις από διεθνείς και ελληνικές εταιρείες, οι οποίες θα αξιοποιούν τους αποφοίτους των πανεπιστημίων. Κι αν προσέξετε, όλες διαθέτουν διεθνές αεροδρόμιο». Τα περιφερειακά αυτά κέντρα θα συνεργάζονται με τα τοπικά πανεπιστήμια, θα προσλαμβάνουν νέους αποφοίτους – κυρίως κατευθύνσεων STEM – και θα τους εντάσσουν σε οργανωμένα προγράμματα επανειδίκευσης σε ψηφιακές ειδικότητες υψηλής ζήτησης (προγραμματιστές, αναλυτές μεγάλων δεδομένων, συμβούλους ψηφιακού μετασχηματισμού κ.λπ.) Σημαντικά όπλα γι’ αυτό είναι τα μεταπτυχιακά και η διά βίου μάθηση. Παράλληλα, τα κέντρα θα συνεργάζονται με ποιοτικές ερευνητικές ομάδες των τοπικών πανεπιστημίων σε κοινά ερευνητικά προγράμματα, αλλά και με startups τεχνολογίας σε πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση των καινοτομιών τους.
Είναι αισιόδοξος; «Πιστεύω ότι έχει μέλλον αυτή η χώρα γιατί έχει κάποια στοιχεία που δεν τα βρίσκουμε σε άλλες. Πρώτον, είναι αυτή η επιθυμία για μάθηση – η ελληνική οικογένεια επενδύει ακόμα στις σπουδές των παιδιών της. Δεύτερον, οι πολλοί και ποιοτικοί Ελληνες στο εξωτερικό, η διασπορά, τους οποίους πρέπει να αξιοποιήσουμε».