Το τέλος του μέσου εργαζόμενου
Tης Μαριας Κατσουνακη
«Θα υπάρχει πάντα αλλαγή, νέες θέσεις εργασίας, νέα προϊόντα, νέες υπηρεσίες. Αλλά εκείνο που ξέρουμε σίγουρα είναι πως με κάθε νέο επίτευγμα, οι καλύτερες θέσεις εργασίας θα απαιτούν εργαζόμενους με περισσότερη και καλύτερη παιδεία, που θα τους καθιστά άνω του μέσου όρου». Το απόσπασμα είναι από άρθρο του Τόμας Φρίντμαν που δημοσιεύτηκε στους New York Times πριν από δύο χρόνια. Χθες η «Κ» (σελίδα 18) παρουσίασε τα στοιχεία μιας πολύ ενδιαφέρουσας έρευνας που διεξήγαγε η εταιρεία συμβούλων McKinsey σε 8 ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο), η οποία δείχνει ότι για την ανεργία των νέων Ευρωπαίων (25%) δεν ευθύνεται μόνο η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Ασφαλώς, παραμένει ο βασικός λόγος αλλά αναδύεται και ένα άλλο πρόβλημα: η εκπαίδευση και οι δεξιότητες των νέων αποκλίνουν από τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας. Στην Ελλάδα ειδικότερα, όπου έξι στους δέκα νέους έως 24 ετών είναι άνεργοι, το 1/3 των εργοδοτών της χώρας δηλώνει ότι δεν μπορεί να βρει προσωπικό με τις αναγκαίες δεξιότητες για να καλύψει κενές θέσεις εργασίας.
Τα τελευταία χρόνια είναι πολλά τα δημοσιεύματα που καταγράφουν τις αλλαγές στον εργασιακό χώρο. Προειδοποιούν για τη συνθήκη που διαμορφώνεται διεθνώς με ταχύτητα, αναδεικνύοντας τον «knowledge worker» ως τον καινούργιο ανθρωπότυπο του 21ου αιώνα: άτομο πολλαπλών δεξιοτήτων, ευέλικτο, προσαρμοστικό, που οφείλει να επιδίδεται στη διά βίου εκπαίδευση.
Η έρευνα έχει πολλές αναγνώσεις, είναι βέβαιο πως κάθε χώρα αντιμετωπίζει διαφορετικά προβλήματα, με διαφορετικό τρόπο. Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης για παράδειγμα, το 42% δηλώνει ότι δεν συνεχίζει τις σπουδές του σε μεταλυκειακό επίπεδο γιατί δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα διαβίωσης, ενώ το 68% των φοιτητών ζει στο πατρικό σπίτι (για ευνόητους λόγους). Από την άλλη, ενώ η κατασκευαστική αγορά έχει μειωθεί από το 2005 κατά 50%, οι απόφοιτοι της αρχιτεκτονικής έχουν αυξηθεί κατά 50%.
Αντιφάσεις που η κρίση όξυνε και πολλαπλασίασε. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι «τα καλύτερα μυαλά φεύγουν στο εξωτερικό» (που συμβαίνει μεν, διεκτραγωδείται δε, διογκωμένα) είναι και ότι η ελληνική κοινωνία αργεί να αντιδράσει στα μηνύματα των εποχών. Αρνείται να ξεβολευτεί, δυσκολεύεται να ξεφοβηθεί (μόνο τη σχέση με την τεχνολογία να αναλογιστούμε), έχει την τάση να δαιμονοποιεί κάθε πέρασμα σε άλλη εποχή, να αντιμετωπίζει με καχυποψία το καινούργιο αν δεν το μάχεται ως απειλή.
«Αλλοτε, οι εργαζόμενοι με μέτρια προσόντα έκαναν μέτρια δουλειά και είχαν μέτριο βιοτικό επίπεδο. Σήμερα, όμως, αυτός ο μέσος όρος έχει επισήμως εκλείψει», γράφει ο Φρίντμαν. «Ενας μέτριος άνθρωπος δεν μπορεί να κερδίσει αυτό που κέρδιζε στο παρελθόν». Φθηνά εργατικά χέρια, φθηνά λογισμικά, φθηνά αυτόματα συστήματα και φθηνή εργασία έχουν κατακλύσει την αγορά. Κατά συνέπεια, πρέπει όλοι να βρουν να προσφέρουν κάτι περισσότερο, που θα τους βοηθήσει να σταθούν στον κλάδο τους, όποιος και αν είναι αυτός.
Οι κρίσεις δεν υποχωρούν ούτε με ανάθεμα ούτε με θρήνο. Χρειάζονται αναδιοργάνωση και αναπροσαρμογή. Οχι μόνο εκπαιδευτική ή θεσμική αλλά και στη νοοτροπία, στην ατομική πρωτοβουλία. Κι αυτό είναι, ίσως, το πιο δύσκολο και επώδυνο.