του Thomas L. Friedman /The New York Times
Όταν ο Τόνι Γουάγκνερ, ειδικός σε θέματα εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, περιγράφει το επάγγελμά του, λέει πως είναι «διερμηνέας ανάμεσα σε δύο εχθρικές φυλές» – τον κόσμο της εκπαίδευσης και τον επιχειρηματικό κόσμο, εκείνους που διδάσκουν τα παιδιά μας και εκείνους που τους δίνουν δουλειά. Το επιχείρημα του Γουάγκνερ στο βιβλίο του «Creatinig Innovators: The Making of Young People Who Will Change the World» («Δημιουργώντας καινοτόμους: Η συγκρότηση νέων ανθρώπων που θα αλλάξουν τον κόσμο») είναι ότι η εκπαίδευσή μας δεν καταφέρνει συστηματικά να «προσθέσει την αξία και να διδάξει τις δεξιότητες που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία στην αγορά εργασίας».
Αυτό είναι επικίνδυνο σε μια εποχή που υπάρχουν όλο και λιγότερες δουλειές με υψηλή αμοιβή και μέτριες απαιτήσεις δεξιοτήτων – το είδος της δουλειάς που συντήρησε τη μεσαία τάξη την προηγούμενη γενιά. Τώρα, κάθε δουλειά «μεσαίας τάξης» τραβιέται προς τα πάνω, προς τα κάτω ή προς τα έξω, με μεγάλη ταχύτητα. Δηλαδή, είτε απαιτεί μεγαλύτερες δεξιότητες ή μπορούν να την ασκήσουν πολύ περισσότεροι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ή «θάβεται» –καταργείται ως απαρχαιωμένη– γρηγορότερα παρά ποτέ.
Γι’ αυτό ο στόχος της εκπαίδευσης σήμερα δεν θα έπρεπε να είναι πώς να καταστήσει κάθε παιδί «έτοιμο για το πανεπιστήμιο», αλλά «έτοιμο για καινοτομία» – έτοιμο να προσθέσει αξία σε οτιδήποτε κάνει.
Δύσκολο εγχείρημα. Αναζήτησα τον Τόνι Γουάγκνερ και του ζήτησα να διευκρινίσει. «Σήμερα», μου απάντησε με e-mail, «καθώς η γνώση είναι διαθέσιμη σε κάθε συσκευή συνδεδεμένη με το Ιντερνετ, αυτά που γνωρίζεις μετρούν λιγότερο από αυτά που μπορείς να κάνεις με όσα γνωρίζεις. Η ικανότητα για καινοτομία –η ικανότητα να λύνεις δημιουργικά τα προβλήματα ή να φέρνεις στο φως νέες δυνατότητες– και οι δεξιότητες όπως η κριτική σκέψη, η επικοινωνία και η συνεργασία είναι πολύ πιο σημαντικές από την ακαδημαϊκή γνώση».
Για τη δική μας γενιά ήταν εύκολο. Επρεπε να «βρούμε» μια δουλειά. Τα παιδιά μας, όμως, θα πρέπει να «εφεύρουν» μια δουλειά. Σίγουρα, τα πιο τυχερά θα βρουν την πρώτη δουλειά τους, αλλά ακόμη και αυτά θα πρέπει να επανεφευρίσκουν και να αναδιοργανώνουν αυτήν τη δουλειά πολύ πιο συχνά από τους γονείς τους, αν θέλουν να προοδεύσουν στο πεδίο που διάλεξαν. Αν αυτό ισχύει, ρώτησα τον Γουάγκνερ, τι πρέπει να διδάσκονται σήμερα οι νέοι;
«Κάθε νεαρό άτομο θα εξακολουθήσει να χρειάζεται τις βασικές γνώσεις, βέβαια», είπε. «Θα χρειάζεται όμως, ακόμα περισσότερο, δεξιότητες και κίνητρα, τα οποία έχουν ιδιαίτερα κρίσιμη σημασία. Οι νέοι που είναι εσωτερικά κινητοποιημένοι –περίεργοι, επίμονοι, πρόθυμοι να ρισκάρουν– θα μαθαίνουν νέες γνώσεις και δεξιότητες συνεχώς. Θα μπορούν να βρίσκουν νέες ευκαιρίες ή να δημιουργούν δικές τους – κάτι όλο και πιο σημαντικό, καθώς οι παραδοσιακές σταδιοδρομίες θα εξαφανίζονται».
Πού πρέπει λοιπόν να εστιάσει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση σήμερα; «Διδάσκουμε και εξετάζουμε πράγματα για τα οποία οι περισσότεροι σπουδαστές δεν ενδιαφέρονται και πληροφορίες που μπορούν να τις βρουν στο Google και θα τις ξεχάσουν μόλις τελειώσουν οι εξετάσεις», υποστηρίζει ο Γουάγκνερ. «Πάνω από έναν αιώνα πριν, δημιουργήσαμε σχολεία–εργοστάσια για τη βιομηχανική οικονομία. Το να φανταστούμε εκ νέου τα σχολεία του 21ου αιώνα πρέπει να είναι μία από τις κυριότερες προτεραιότητές μας. Πρέπει να εστιάσουμε περισσότερο στο να διδάξουμε την ικανότητα και τη θέληση για μάθηση, αλλά και να φέρουμε μέσα στην τάξη του σχολείου τα τρία πιο ισχυρά συστατικά της εσωτερικής κινητοποίησης: παιχνίδι, πάθος, στόχευση».
πηγή : εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ