Γιατί απαιτούν χρόνο οι προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ

το άρθρο έγραψε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ ο πρόεδρος του ΑΣΕΠ. κ. Θάνος Παπαϊωάννου .

Σήμερα, 3 Μαρτίου, συμπληρώνονται 30 χρόνια από τη δημοσίευση του ν. 2190/1994 («Νόμος Πεπονή») με τον οποίο ιδρύθηκε το ΑΣΕΠ. Ολοι αναγνωρίζουν ότι η αντικειμενικότητα και η διαφάνεια στις διαδικασίες προσλήψεων που επέφερε το ΑΣΕΠ έχει επιφέρει επανάσταση στη δημόσια διοίκηση και σημαντική εξυγίανση του πολιτικού συστήματος. Τέτοιες σημαντικές επετείους δεν τις τιμάς με πανηγυρισμούς, πόσω μάλλον που το ΑΣΕΠ έχε κατοχυρώσει την αξιοπιστία του. Είναι, νομίζω, πολλαπλά σημαντικότερο να εκμεταλλευθώ την ευκαιρία και να ασχοληθώ με ένα θέμα για το οποίο διαχρονικά επικρίνεται το ΑΣΕΠ, δηλαδή για τη μεγάλη διάρκεια των διαδικασιών προσλήψεων.

Οι λόγοι που την προκαλούν δεν απαριθμούνται εξαντλητικά σε ένα άρθρο. Θα αναφερθώ, όμως, στους βασικότερους.

1. Από το 2017 που ξανάρχισαν οι προσλήψεις, εκδόθηκαν πολλές προκηρύξεις με στόχο τη μονιμοποίηση συμβασιούχων μέσω της αυξημένης μοριοδότησης της ειδικής εμπειρίας. Το 62% των θέσεων που προκηρύχθηκαν εκτός γραπτών διαγωνισμών πριμοδοτούσαν την εμπειρία των συμβασιούχων, με αποτέλεσμα να ελέγχονται τα δικαιολογητικά πολλαπλάσιων υποψηφίων με τεράστιες χρονικές συνέπειες. Η καθιέρωση του γραπτού διαγωνισμού αποτέλεσε ένα αποφασιστικό βήμα περιορισμού του φαινομένου αλλά η ζημιά ως προς τη χρονική υστέρηση είχε ήδη γίνει.

Ακόμη χειρότερα, δύο μεγάλες προκηρύξεις (η 2Κ/2019 και η 4Κ/2020) που αφορούσαν 4.025 θέσεις εργασίας ακυρώθηκαν – όπως ήταν αναμενόμενο – δικαστικά ως αντισυνταγματικές με αποτέλεσμα να ξαναρχίσει η διαδικασία, τινάζοντας στον αέρα κάθε προγραμματισμό.

2. Η αναλογία θέσεων-υποψηφίων κυμαίνεται από 1:30 έως 1:300! Την ώρα του διορισμού, όμως, οι υποψήφιοι δεν προσέρχονται καθώς – βοηθούσης της χαμηλής ανεργίας – είναι απαιτητικότεροι μισθολογικά και πιο απρόθυμοι να δεχθούν εργασία μακριά από την οικία τους. Το 40%-70% των διοριστέων αρνούνται να διορισθούν. Μέχρι την πρόσφατη νομοθετική θέσπιση ανώτατου ορίου προτιμήσεων, οι υποψήφιοι μπορούσαν να δηλώσουν απεριόριστες προτιμήσεις, και δήλωναν ακόμη και θέσεις που δεν τους ενδιέφεραν ιδιαίτερα. Ετσι, υπήρχε (και θα υπάρχει για πολύ ακόμη) μια ατέρμονη διαδικασία αναπληρώσεων για τουλάχιστον το 40% των θέσεων.

3. Η ανάθεση, το 2016, στο ΑΣΕΠ της διαδικασίας κατάταξης 200.000 περίπου εκπαιδευτικών ανά διετία το επιβάρυνε κατά 50%. Σήμερα εκκρεμεί η εκδίκαση 6.000 ενστάσεων εκπαιδευτικών, τη στιγμή που για όλο το υπόλοιπο Δημόσιο εκκρεμούν 1.100! Τα κριτήρια μοριοδότησης των εκπαιδευτικών (ορισμένα αμφίβολης αξίας) είναι πολλά και περίπλοκα, προκαλώντας καθυστερήσεις, ενστάσεις και δικαστικές προσφυγές. Αν δεν αναζητηθούν καινοτόμες λύσεις, οι συνέπειες για τους υποψφίους προς διορισμό (εκπαιδευτικούς και μη), την Παιδεία και τους ρυθμούς έκδοσης αποτελεσμάτων θα επιδεινωθούν.

4. Το περίπλοκο καθεστώς που διέπει τις ειδικές ομάδες (τρίτεκνοι, πολύτεκνοι, συγγενείς ΑΜΕΑ, παλιννοστούντες κ.λπ.) προκαλεί πρόσθετες καθυστερήσεις. Το 2020 το ΑΣΕΠ είχε προτείνει τη μετάβαση σε ένα σύστημα όπου οι ομάδες αυτές θα λαμβάνουν σημαντική προσαύξηση της βαθμολογίας τους στον γραπτό  διαγωνισμό και, κατά τα λοιπά, θα μετέχουν κανονικά στις διαδικασίες όπως κάθε υποψήφιος. Δυστυχώς, η καινοτόμα αυτή πρόταση που τους ενίσχυε ουσιαστικά αλλά και απλοποιούσε τη διαδικασία συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις και εγκαταλείφθηκε χάριν ενός περίπλοκου συστήματος ποσοστώσεων που επιμηκύνουν τη διαδικασία.

5. Η πολύ σημαντική διαδικασία των συνεντεύξεων για το Επιστημονικό Προσωπικό έχει το δικό της μερίδιο στις καθυστερήσεις. Και αυτό όχι λόγω των ίδιων των συνεντεύξεων αλλά, πρώτον, λόγω του χρόνου (1-2 μήνες) που απαιτεί η σύνταξη των πρακτικών αξιολόγησης των υποψηφίων εν όψει πιθανού δικαστικού ελέγχου (συχνά εκατοντάδες σελίδες) και, δεύτερον, υπάρχουν τρεις φάσεις ενστάσεων στη διαδικασία των συνεντεύξεων.

6. Παρά τον σημαντικό εκσυγχρονισμό του Προσοντολογίου το 2022, οι φορείς εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να επαυξάνουν τα απαιτούμενα προσόντα ανά κλαδο-ειδικότητα. Ετσι, παρατηρείται για την ίδια κλαδο-ειδικότητα να υπάρχουν διαφορετικά πρόσθετα προσόντα π.χ. από ΑΕΙ σε ΑΕΙ (χωρίς να δικαιολογείται αντικειμενικά), κάτι που επίσης επιμηκύνει τις διαδικασίες.

7. Εκτός από τις βασικές διαδικασίες προσλήψεων του ν. 4765/2021 υπάρχει μια πανσπερμία διατάξεων με διαφοροποιημένες διαδικασίες που θεσπίζονται με πρωτοβουλία διαφόρων φορέων δημιουργώντας δυσχέρειες υλοποίησής τους και λειτουργώντας ανασταλτικά ως προς τον χρονο-προγραμματισμό τους. Δεν είμαι αντίθετος στη δημιουργία ενός πιο ευέλικτου σχήματος προσλήψεων για φορείς με ιδιαιτερότητες αλλά το να έχει κάθε τέτοιος φορέας δικό του σύστημα είναι ανορθολογικό και χρονικά επιζήμιο.

Συνεχίζω με τα αίτια που αφορούν το ίδιο το ΑΣΕΠ.

Ι. Η κυριαρχία της δικαστικής προσέγγισης που ανάγεται στην ιστορική διαδρομή του ΑΣΕΠ αλλά και στη θεμιτή μέριμνα να μην ακυρωθούν δικαστικά οι αποφάσεις του οδηγεί σε δεκάδες και εκατοντάδες σελίδες πρακτικών και αποφάσεις επί ενστάσεων. Η κατοχύρωση των αποφάσεων του ΑΣΕΠ έναντι δικαστικών αμφισβητήσεων έχει βαρύτατο τίμημα σε χρόνο.

ΙΙ. Το πληροφοριακό του σύστημα προδιαγράφηκε, προκηρύχθηκε και υλοποιήθηκε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2010. Εκτοτε, υπήρξαν πολλές βελτιώσεις αλλά η βασική δομή του συστήματος είναι παλαιά. Εχει προκηρυχθεί η δημιουργία νέου πληροφοριακού συστήματος αλλά θα απαιτηθεί χρόνος για να φανούν τα αποτελέσματα.

ΙΙΙ. Η συνεχής διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του ΑΣΕΠ και σε τομείς πέραν των προσλήψεων (αξιολόγηση των διευθυντικών στελεχών του Δημοσίου και διοικητών των φορέων) τιμά μεν την Αρχή αλλά τη θέτει σε δοκιμασία, εμπλέκοντάς τη στην επιλογή δεκάδων χιλιάδων στελεχών κάθε βαθμίδας. Το ΑΣΕΠ κινδυνεύει να πέσει θύμα της επιτυχίας του.

Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Σημαντικά βήματα έγιναν με τους νόμους 4765/2021 και 5062/2023. Δρομολογούνται και άλλα. Η περαιτέρω απλοποίηση της νομοθεσίας για το ΑΣΕΠ, η εκλογίκευση των κανονισμών των φορέων για τα προσόντα των υποψηφίων, η επανεξέταση του συστήματος επιλογής εκπαιδευτικών, ο εκσυγχρονισμός του συστήματος ενίσχυσης των ειδικών πληθυσμιακών ομάδων, η αποσύνδεση του ζητήματος των συμβασιούχων από τις διαδικασίες προσλήψεων μέσω ΑΣΕΠ, η δημιουργία αντικινήτρων για αβάσιμες ενστάσεις είναι μερικά από αυτά.

Το χρονοβόρο των διαδικασιών πρόσληψης δεν είναι κάτι με το οποίο πρέπει να συμβιβασθούμε. Ταυτοχρόνως, όμως, πρέπει να θυμόμαστε ότι η αξιοκρατία, η αντικειμενικότητα, η αμεροληψία και η απόλυτη διαφάνεια στον κρίσιμο τομέα της απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση έχουν κόστος σε χρόνο. Το όφελος, όμως, είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο.