Δουλεύοντας τις Δεξιότητες Δια Βίου Διαχείρισης της Σταδιοδρομίας με εφήβους μαθητές ή νέους

Δουλεύοντας τις Δεξιότητες Δια Βίου Διαχείρισης της Σταδιοδρομίας με εφήβους μαθητές ή νέους

Στη σημερινή κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα ένας έφηβος ή ένας νέος επιβάλλεται να έχει δεξιότητες προκειμένου να δώσει λύσεις στα όποια προβλήματα τού παρουσιάζονται καθώς «ο καινούργιος κόσμος μας χαρακτηρίζεται από ραγδαίες και πολλαπλές αλλαγές» (Κοσμίδου-Hardy, 2004). Οι γενικότερες εξελίξεις δημιουργούν την ανάγκη για τους νέους που τώρα σπουδάζουν, ως αυριανοί εργαζόμενοι, πέραν της απόκτησης γνώσεων και τίτλων σπουδών να αναπτύξουν δεξιότητες χρήσιμες για την εποχή όπου θα εργασθούν και θα ζήσουν (Παπάς, 2006).
Οι άνθρωποι, δεν καταφέρνουν πάντα να βρουν λύση σε ορισμένα προβλήματα που προκύπτουν στη ζωή τους, με συνέπεια, πολλές φορές να οδηγούνται σε άγχος, σύγκρουση και κατάθλιψη. Σύμφωνα με μια μελέτη του ΟΟΣΑ: “η πολιτική σχετικά με την ανάπτυξη δεξιοτήτων, κυρίως όσον αφορά τους νέους, θεωρείται βασικό προαπαιτούμενο στη διαδικασία σύνδεσης της εκπαίδευσης με την απασχόληση, ενώ παράλληλα αυξάνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και περιστέλλει τον κοινωνικό αποκλεισμό”.
Κάθε άνθρωπος προκειμένου να αντιμετωπίσει αντίστοιχες καταστάσεις, ακολουθεί μία προσωπική διαδικασία λήψης απόφασης. Επί παραδείγματι, η επιλογή επαγγέλματος είναι μια διαδικασία λήψης απόφασης, γενικότερης ή ειδικότερης, για το ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει όσον αφορά στην επαγγελματική του απασχόληση και καριέρα (Αργυροπούλου, 2012). Η επιλογή και η λήψη αποφάσεων είναι μία διαδικασία, μία δεξιότητα που μπορούμε να καλλιεργήσουμε (Γιοβαζολιάς, 2011). Σύμφωνα με το μοντέλο λήψης αποφάσεων που παρουσίασε ο Gelatt (1962), όταν ένα άτομο πρόκειται να πάρει μια απόφαση, αντιμετωπίζει το λιγότερο δυο εναλλακτικές πορείες, ανάμεσα στις οποίες πρέπει να κάνει την επιλογή του. Σε πρώτη φάση λειτουργεί το σύστημα πρόβλεψης που έχει, καθώς εκτιμά τα πιθανά αποτελέσματα και τις πιθανότητες που έχουν να πραγματοποιηθούν. Στη δεύτερη φάση υπεισέρχεται το αξιολογικό του σύστημα. Καθώς εκτιμά την επιθυμητότητα που έχουν για αυτόν τα αποτελέσματα αυτά. Στο τρίτο στάδιο καταλήγει σε μια απόφαση, τελική ή προσωρινή/διερευνητική. Αν η απόφαση είναι διερευνητική, το άτομο αναζητά επιπρόσθετες πληροφορίες και αρχίζει νέος κύκλος, μέχρι να καταλήξει σε τελική απόφαση, που και αυτή μπορεί να αναθεωρηθεί με παρόμοιο τρόπο, αν προστεθούν νέες πληροφορίες.
Συνεπώς, τα προβλήματα πολλές φορές προκύπτουν είτε επειδή δεν διδάχθηκε αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης, είτε επειδή ακολούθησε λανθασμένες – ακατάλληλες στρατηγικές για την αντιμετώπιση των καθημερινών προκλήσεων.
Οι δεξιότητες αποκτώνται, αναπτύσσονται και καλλιεργούνται ύστερα από εκπαίδευση, συστηματική προσπάθεια και άσκηση ή μέσα από σχετική εμπειρία, για παράδειγμα η εκτέλεση εργασιών ακριβείας και ταχύτητας, η δεξιότητα έκφρασης, η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή κ.ά (Γιοβαζολιάς, 2011).
Σύμφωνα με τη θεωρία του Ηolland (1987) συγκεκριμένοι τύποι ταιριάζουν ιδιαίτερα με συγκεκριμένα επαγγέλματα. Αυτό συνεπάγεται ότι το άτομο είναι ικανοποιημένο από το επάγγελμά του και δεν το αλλάζει, όταν η αντιστοίχιση προσωπικότητας και επαγγέλματος είναι επιτυχής. Το αντίθετο συμβαίνει όταν η αντιστοίχιση είναι ακατάλληλη (Μπεζεβέγκης, 2013).
Για να επιτύχει κάποιος επιβάλλεται να αποκτήσει κάποιες βασικές δεξιότητες προκειμένου να κάνει τη ζωή του πιο εύκολη και ευχάριστη. Παρόλα αυτά όμως, πολλοί άνθρωποι, παιδιά και ενήλικες, δεν έχουν αποκτήσει τις δεξιότητες που απαιτούνται για να αντιμετωπίσουν τη ζωή με δημιουργικότητα και προσαρμοστική ευελιξία. Απαιτείται επομένως, διδασκαλία και αγωγή. Η αγωγή αυτή θα βοηθήσει τους νέους, αλλά και τον πολίτη γενικότερα, να συνειδητοποιήσει τους παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν τη δόμηση της προσωπικής και κοινωνικής ταυτότητας (Κοσμίδου-Hardy 2004).
Οι δεξιότητες αυτές περιλαμβάνουν: την ικανοποιητική ανάπτυξη της παρατήρησης και της ορθής κρίσης, βασικές ικανότητες διαλόγου, όπως το να γνωρίζει κανείς πώς να είναι καλός ακροατής, να υποβάλει ερωτήσεις και να μπορεί να συζητά. Δεξιότητες έκφρασης, όπως η χρήση της γλώσσας του σώματος, δεξιότητες που προωθούν την αυτοπεποίθηση και τη διεκδικητικότητα, δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων (Herbert, 1999). Η ανάπτυξη αυτών των δεξιοτήτων θα βοηθήσει τους έφηβους και τους νέους να λειτουργούν με αποτελεσματικό τρόπο στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και να σχεδιάσουν τη σταδιοδρομία τους με τέτοιο τρόπο προκειμένου να πετύχουν μια βαθύτερη αίσθηση ικανοποίησης και εκπλήρωσης.
Ιδιαίτερα, στην επαγγελματική πορεία ενός ανθρώπου συχνά προκύπτουν εμπόδια στα οποία καλούμαστε να δώσουμε λύσεις. Τα εμπόδια αυτά μπορεί να είναι επαναλαμβανόμενα μοτίβα ή να αλλάζουν, αναλόγως το είδος της απόφασης, τη χρονική στιγμή, τις εξωτερικές συνθήκες κτλ. (Krumboltz, J.D., & Levin, A.S., 2004). Συνήθως, το άτομο είναι απροετοίμαστο για την αντιμετώπιση απροσδόκητων καταστάσεων και τείνει να ανταποκρίνεται στις αλλαγές με άρνηση και κλείσιμο σε ό, τι είναι καινούριο και διαφορετικό το οποίο, μάλιστα, σύμφωνα με μια ψυχαναλυτική οπτική, συνήθως εκλαμβάνεται ως απειλητικό και κατώτερο, μέσα από το μηχανισμό άμυνας της προβολής (Κοσμίδου-Hardy, 2004).
Ως εκ τούτου, η συνάντηση με το σύμβουλο επαγγελματικού προσανατολισμού θα έχει πολλαπλές θετικές επιπτώσεις στην σωστότερη αντιμετώπιση του προβλήματος επιλογής επαγγέλματος (Κασσωτάκης, 1999) καθώς η όποια επιλογή του έχει ποικίλες συνέπειες στην ανθρώπινη συμπεριφορά και, ειδικότερα, στο πώς νιώθει το άτομο σε σχέση τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους άλλους (Μπεζεβέγκης, 2013). Αυτό ξεκινάει από το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι, έφηβοι αλλά και ενήλικες, δεν έχουν αποκτήσει όπως ειπώθηκε και παραπάνω, βασικές δεξιότητες που απαιτούνται για να αντιμετωπίσουν τη ζωή με δημιουργικότητα και προσαρμοστική ευελιξία (Herbert, 1999).
Μπορούμε να βοηθήσουμε κάποιον που βρίσκεται υπό πίεση, με την εφαρμογή της μεθόδου «επίλυσης των προβλημάτων». Στη μέθοδο αυτή δεν φτάνει το πρόβλημα να είναι «μικρό», πρέπει να είναι και «αντιμετωπίσιμο». Δεν είναι αντιμετωπίσιμα τα προβλήματα τα οποία αντιλαμβανόμαστε και περιγράφουμε με πολύ γενικούς όρους. «Όλα μού πηγαίνουν στραβά», «Αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ», «Δεν υπάρχει καμία ελπίδα». Κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα όταν αρέσκεται στην «καταστροφολογία». Στην πραγματικότητα, αυτά τα «τεράστια» προβλήματα μπορούν να πάρουν τις σωστές τους διαστάσεις, αν προσπαθήσει κανείς να μπει στην ουσία τους και απορρίψει τα άσχετα και λιγότερο σημαντικά στοιχεία. Αυτή η διαδικασία ανακάλυψης του πυρήνα του προβλήματος απαιτεί να εξετάσουμε όλες τις πλευρές του, και να προσδιορίσουμε και να κρατήσουμε τα σχετικά γεγονότα. Η άσκηση αυτή έχει ένα καθησυχαστικό χαρακτηριστικό όταν ο πανικός ή η θλίψη σκιάζουν την κρίση μας (Herbert, 1999). Οι δεξιότητες που αποκτούμε με τη μέθοδο της επίλυσης προβλημάτων μάς προσφέρουν μια γενική στρατηγική αντιμετώπισης πολλών και δύσκολων καταστάσεων. Οι δεξιότητες αυτές μπορούν να βοηθήσουν τους έφηβους που τις μαθαίνουν – με τη βοήθεια κάποιου ψυχολόγου ή των γονιών – να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά καταστάσεις όπου υπάρχουν συγκρούσεις και διλήμματα, όπως να επιλέξουν ανάμεσα σε πολλούς εναλλακτικούς τρόπους δράσης, να πάρουν μαζί με τους γονείς αμοιβαία αποδεκτές αποφάσεις, να αναπτύξουν συνεργασία (Herbert, 1999). Tα σημαντικότερα πλεονεκτήματα αυτής της μεθόδου είναι ότι διδάσκει τους ανθρώπους πώς να σκέφτονται και να λύνουν τα προβλήματα μόνοι τους.
Το να επιλέξουμε και να αποφασίσουμε αποτελεί μία ενεργητική διαδικασία.
Συνήθως ακολουθούμε τα παρακάτω βήματα (Robbins, 2004):
– Ορίζουμε ακριβώς τι μας ενοχλεί ή τι μας απασχολεί.
– Καθορίζουμε το στόχο μας.
– Προσδιορίζουμε τα κριτήρια. Τι είναι σημαντικό για εμάς.
– Παράγουμε εναλλακτικές λύσεις. Προσπαθούμε να καταγράψουμε όσο το δυνατό περισσότερες λύσεις, για κάθε πλευρά του προβλήματος που μας απασχολεί. Δε διστάζουμε να ζητήσουμε τη συμβουλή τρίτων.
– Για κάθε πιθανή λύση που βρήκαμε, καταγράφουμε τα υπέρ και τα κατά που θα προέκυπταν από την πιθανή εφαρμογή αυτής της λύσης. Στόχος είναι η ανεύρεση εκείνης της λύσης με τα περισσότερα ή σημαντικότερα υπέρ και τα λιγότερα ή πιο ανώδυνα κατά.
– Ιεραρχούμε τα κριτήρια.
– Με πολύ συγκεκριμένους όρους, αποφασίζουμε πώς θα εφαρμόσουμε την επιλεγμένη λύση. «Τι ακριβώς θα γίνει, πότε θα γίνει, ποιος θα αναμειχθεί, πού θα γίνει, ποια βήματα ακριβώς θα ακολουθήσουμε;» είναι ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν.
– Προχωράμε σε δράση. Εφαρμόζουμε τη λύση που δώσαμε.
– Αξιολογούμε τα αποτελέσματα. Αν η λύση πέτυχε εφαρμόζουμε τη μέθοδο και σε άλλα προβλήματά μας. Αν η λύση δεν πέτυχε τα αναμενόμενα, προσπαθούμε να ελέγξουμε και να κατανοήσουμε «τι δεν πήγε καλά». Ίσως φανήκαμε υπεραισιόδοξοι/ες, ίσως κρίναμε λάθος τις συνθήκες, ίσως ευθύνεται κάποιος τρίτος παράγοντας που δεν υπολογίσαμε.
– Όποιο και να είναι το συμπέρασμα μας, πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν αποτύχαμε. Πρέπει να αναμένουμε κάποιες ατυχίες στη ζωή μας. Πρέπει να μαθαίνουμε από την εμπειρία μας και να ξαναπροσπαθούμε.
– Να ασχολούμαστε έγκαιρα με τα προβλήματά μας, ώστε να έχουμε στη διάθεσή μας όλο τον απαραίτητο χρόνο. Δεν είναι αποτελεσματικό να αναβάλουμε τη λήψη αποφάσεων, παρά μόνο όταν κρίνεται ότι πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο, προκειμένου να εξασφαλιστούν καλύτερες συνθήκες.
* Η Βασιλική Β. Παππά είναι Msc, MA Σύμβουλος Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού στο ΚΕ.ΣΥ.Π Ηγουμενίτσας

πηγή