Ποιότητα, ευελιξία και ανταγωνιστικότητα
Το μέλλον των ελληνικών πανεπιστημίων θα κριθεί σε τρία κυρίως μέτωπα τα οποία απαιτούν και τις αντίστοιχες στρατηγικές επιλογές για την έξοδο της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης από την εγχώρια κρίση και την αντιμετώπιση της εκπαιδευτικής παγκοσμιοποίησης.
Ο πληθωρισμός του αριθμού των εισακτέων δεν συμβάλλει σε μια ποιοτική Παιδεία και αυτό φαίνεται όταν έλληνες φοιτητές έρχονται σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Μπορεί να είναι εξαιρετικά επιμελείς, υστερούν όμως σε κριτική σκέψη και συνθετική ικανότητα, και οι βασικές αυτές αδυναμίες αντικατοπτρίζουν και το πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι στο ελληνικό πανεπιστήμιο ενώ εξετάζονται σε μια πληθώρα μαθημάτων, εκπονούν συνήθως μια γραπτή εργασία (με τη δικαιολογία ότι ο μεγάλος αριθμός των φοιτητών δεν επιτρέπει περισσότερες), ενώ ο βρετανός φοιτητής έχει εκπονήσει περίπου 20 στη διάρκεια των σπουδών του για τις οποίες λαμβάνει γραπτά σχόλια ή τις συζητά με τον υπεύθυνο καθηγητή. Μαζική εκπαίδευση και ποιότητα δεν συνάδουν και ως εκ τούτου η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να κάνει στον τομέα αυτό τη στρατηγική της επιλογή.
2 Ευελιξία του εκπαιδευτικού συστήματος. Η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση χαρακτηρίζεται από μονολιθικότητα και οι επιλογές που κάνουν οι φοιτητές με την είσοδό τους στα ΑΕΙ τούς συνοδεύουν για ολόκληρη τη ζωή τους. Απαιτείται λοιπόν ευελιξία στα προγράμματα σπουδών με την εισαγωγή διατμηματικών προγραμμάτων και του συστήματος majorminor (οι φοιτητές, δηλαδή, να μπορούν να επιλέγουν το 50% ή το 30% των μαθημάτων τους από άλλα τμήματα ή σχολές αν το επιθυμούν). Μια τέτοια ευελιξία θα βοηθήσει ιδιαίτερα φοιτητές ανθρωπιστικών επιστημών στην εύρεση εργασίας, όπως συμβαίνει στη Βρετανία. Αν μάλιστα συνεχιστεί η μαζική είσοδος στα ΑΕΙ θα μπορούσε να εξεταστεί και το ενδεχόμενο οι προπτυχιακές σπουδές να γίνουν τριετείς με ποικιλία μαθημάτων και να ακολουθούνται από έναν διετή μεταπτυχιακό κύκλο ειδίκευσης στον οποίο θα εισέρχεται το 15%-20% του πρώτου κύκλου με αυστηρά κριτήρια. Οι απόφοιτοι αυτού του κύκλου θα μπορούν να στελεχώνουν θέσεις ειδικότητας, ίσως χωρίς τη μεσολάβηση του ΑΣΕΠ, αφού θα έχουν κριθεί για την είσοδο και την έξοδό τους από τον μεταπτυχιακό κύκλο.
3 Ανταγωνιστικότητα μεταξύ των ελληνικών πανεπιστημίων. Σε μια εποχή που τα διεθνή εκπαιδευτικά έντυπα κατακλύζονται από λίστες των καλύτερων πανεπιστημίων στον κόσμο, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας μεταξύ των ελληνικών ΑΕΙ οδηγεί σε τελματική επανάπαυση και διαιωνίζει την ευνοιοκρατία των ημετέρων. Το ελληνικό σύστημα είναι ατομοκεντρικό (καθώς το κάθε μέλος ΔΕΠ φροντίζει για την προσωπική του εξέλιξη) και θα έπρεπε να εξελιχθεί σε τμηματοκεντρικό με την κατάρτιση ερευνητικής στρατηγικής εκ μέρους κάθε τμήματος, όπως συμβαίνει σε πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Καλό θα ήταν επίσης να προσφέρονται κίνητρα σε τμήματα ή σχολές με ερευνητές που δημοσιεύουν σε διεθνή έγκυρα περιοδικά, οργανώνουν διεθνή συνέδρια, έχουν υψηλό ποσοστό επιτυχίας στη διεκδίκηση διεθνών ερευνητικών προγραμμάτων, προσέλκυσης ξένων φοιτητών (ακόμη και Εrasmus), έγκαιρης αποπεράτωσης διδακτορικών διατριβών κτλ. Τα τμήματα αυτά θα μπορούν να ανταμείβονται με λιγότερους εισακτέους, τη χορήγηση θέσεων αριστείας για την προσέλκυση διαπρεπών επιστημόνων ή με άλλους τρόπους. Η εισαγωγή κινήτρων και ο συναγωνισμός των τμημάτων θα ωθήσει και τους φοιτητές να επιλέγουν τη σχολή ή το τμήμα τους περισσότερο με κριτήρια αριστείας παρά εντοπιότητας, ώστε να μειωθεί και το φαινόμενο των μεταγραφών. Το πώς το ελληνικό κράτος θα διαχειριστεί στο μέλλον προβλήματα βιωσιμότητας, ανταγωνιστικότητας και ανανέωσης στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και το μέλλον της.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βirmingham στην Αγγλία.