“Τα πανεπιστήμια δεν είναι φτιαγμένα για τους φοιτητές αλλά για τους καθηγητές”

Μελαγχολία Σεπτεμβρίου Του Μάνου Στεφανίδη, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ – 02/09/2020 (σελ. 16)

Είναι θλιβερό να διαπιστώνει κανείς ότι τα καρκινώματα της παιδείας εξακολουθούν να μεγεθύνονται ακόμη και σήμερα χωρίς να λαμβάνεται ουσιαστική μέριμνα πλην ασυντόνιστων, εμβαλωματικών λύσεων. Εξακολουθητικά διαπιστώνω πως η Αριστερά που πιστέψαμε ως νέοι απέτυχε οικτρά ως κυβέρνηση στα θέματα της παιδείας αποδεικνύοντας πως δεν διέθετε ούτε όραμα ούτε και τις τυπικές, τεχνοκρατικές γνώσεις που απαιτεί ένα τόσο δύσκολο πεδίο.

Ο κ. Γαβρόγλου υπήρξε αληθινός ολετήρας. Η λαϊκιστική εξίσωση εν μιά νυκτί των ΤΕΙ σε ΑΕΙ χωρίς προηγούμενη μελέτη, ειδική χρηματοδότηση ή αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού αποτελεί μνημείο τυχοδιωκτισμού. Οπως επίσης και η είσοδος από το παράθυρο των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης που διαθέτουν διδακτορικό στα ΑΕΙ απλώς με την υποβολή ενός φάκελου! Καταστρατηγώντας έτσι κάθε ακαδημαϊκή αξιοκρατία.

Τι συμβαίνει συνήθως; Ο κάθε καθηγητής προωθεί τον εκλεκτό του ενώ ένα υψηλού επιπέδου επιστημονικό προσωπικό, που κυρίως βρίσκεται στην αλλοδαπή, δεν μπορεί να εισέλθει στην εγχώρια, τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εφόσον δεν προκηρύσσονται νέες θέσεις και, το χειρότερο, δεν πληρώνονται οι παλιές. Εκατοντάδες καθηγητές αποχωρούν και το κενό τους καλύπτεται με τις εμβαλωματικές λύσεις των λεγόμενων ΕΔΙΠ.

Δεν θα αναφερθώ εδώ στα βιβλία, στον βλακώδη συνδικαλισμό των αγραμμάτων ή στο χάιδεμα των φοιτητών με τον περίφημο νόμο περί Ασύλου κ.λπ. Ούτε και στον πατερναλισμό του υπουργείου απέναντι στη διαρκώς αμφισβητούμενη ανεξαρτησία των ανώτατων πνευματικών ιδρυμάτων.

Τα πρώτα δείγματα γραφής της κυρίας Κεραμέως εκινούντο προς τη σωστή κατεύθυνση. Π.χ. η αξιολόγηση. Είχε κανείς την αίσθηση ότι θα συμπληρώνονταν οι κατακτήσεις τής πολιτικής των Διαμαντοπούλου και Γιαννάκου. Κατακτήσεις που, ειρήσθω εν παρόδω, αγκάλιασε η πλειοψηφία της Βουλής αλλά και της ακαδημαϊκής κοινότητας ενώ πολέμησε μόνο το καθηγητικό κατεστημένο. Αφού, το έχω πει πολλές φορές, τα πανεπιστήμια δεν είναι φτιαγμένα για τους φοιτητές αλλά για τους καθηγητές. Ενώ η κοινωνία μας αποθεώνει τον φοιτητή, ειδικά τον νεοεισαγόμενο, ενώ περιφρονεί τον πτυχιούχο που συγκροτεί το λεγόμενο επιστημονικό προλεταριάτο. Χωρίς δουλειά, χωρίς προοπτική και κυρίως χωρίς δικαίωση.

Η πρώτη απογοήτευση από τη νέα υπουργό ήρθε όταν με ανάλογο, γαβρόγλειο λαϊκισμό εξίσωσε τα ιδιωτικά κολέγια με τα ΑΕΙ. Στη συνέχεια οι παροχές της προς την ιδιωτική εκπαίδευση υπήρξαν σκανδαλώδεις, με ανάλογα συνειδητή υποτίμηση του ρόλου και της προσφοράς των εκπαιδευτικών, εν γένει. Οι οποίοι στην πλειοψηφία τους, παρά τις χαμηλές αποδοχές και τις δυσκολίες στην άσκηση των καθηκόντων τους, αποδεικνύονται επαρκείς.

Ακούω, τέλος, με καχυποψία τους θρήνους για την είσοδο παιδιών στα ΑΕΙ με ελάχιστα μόρια. Κυρίως γιατί δεν είναι τα παιδιά που έχουν αποτύχει, αλλά ένα ολόκληρο σύστημα Παιδείας, το οποίο επιβραβεύει την παπαγαλία, νομιμοποιεί τα φροντιστήρια, αδιαφορεί για τις δεξιότητες, δηλαδή για την ατομικότητα του κάθε μαθητή. Ενώ παιδεία σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: Να εξάγεις από τη μάζα το προσωπικό στοιχείο. Την ιδιαιτερότητα.

Εν ολίγοις άμεση προτεραιότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη πρέπει να είναι όχι μόνο η αλλαγή του συστήματος εισαγωγών στα ΑΕΙ, αλλά κυρίως η αλλαγή νοοτροπίας. Με μεγαλύτερη ελευθερία στο κάθε πανεπιστήμιο και τις ανάγκες του. Τόσος πατερναλισμός θυμίζει Σοβιετία.

Επίσης γνώστες των ζητημάτων και όχι κομματόσκυλα να αρχίσουν αμέσως δουλειά ώστε να υπάρξει μία συνολική, διακομματική πρόταση. Αυτή που θα μας βγάλει από τη μιζέρια και τη μελαγχολία και θα δώσει στα παιδιά ένα όραμα. Επειδή, είναι κοινό μυστικό, μαθητές και φοιτητές βαριούνται θανάσιμα κατά τη διάρκεια των σπουδών τους και όχι πάντα με δική τους υπαιτιότητα. Ομως η παιδεία είναι χαρά και δημιουργία κι όχι καταναγκασμός ή τιμωρία.

ΥΓ: Τα θλιβερά αποτελέσματα των εισαγωγικών οφείλονται και στο γεγονός ότι πέρυσι τα σχολεία υπολειτούργησαν και οι βαθμοί ήταν προσχηματικοί. Το πιο ανησυχητικό όμως είναι η παντελής αποτυχία στη γλώσσα τόσο του εκπαιδευτικού μας συστήματος όσο και των εκπαιδευομένων. Εργαλειακή χρήση του γλωσσικού μέσου, εξοστρακισμός της τέχνης και της αυτενέργειας, έλλειψη συσχετισμού εκπαίδευσης και παραγωγικού μοντέλου, ιδού τα καρκινώματα που ανέφερα πιο πάνω. Και μία τελευταία απορία: Πέρυσι λειτούργησαν νηπιαγωγεία και δημοτικά, αλλά όχι τα πανεπιστήμια! Τα οποία εξ ορισμού διαθέτουν μεγάλους χώρους και στελεχώνονται από ώριμα, υπεύθυνα άτομα. Ομως δεν υπάρχει μεγαλύτερη πληγή από την απόσταση ανάμεσα σε διδάσκοντα και διδασκόμενο. Η μελαγχολία του φετινού Σεπτεμβρίου…

Ο Μάνος Στεφανίδης είναι καθηγητής του ΕΚΠΑ