Η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών του ΟΟΣΑ τόσο στην απασχόληση των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-64 (74%) όσο και των νέων αποφοίτων ηλικίας 25-34 (70%) (επίπεδα 5-8) απέχοντας 14 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Όσον αφορά στις αποδοχές των πτυχιούχων, η Ελλάδα βρίσκεται σε σχετικά χαμηλή θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ απέχοντας 20 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο. Η ανεργία των πτυχιούχων στην Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των χωρών της ΕΕ28, παρόλο που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των ετών 2015-2019. Η ανεργία πτυχιούχων γυναικών στην Ελλάδα τείνει σε διπλάσιο ποσοστό απ’ αυτό των ανδρών.
Οι αιτίες της φυγής των επιστημόνων στην Ελλάδα (brain drain) δεν είναι μόνο οικονομικής φύσης και δεν σχετίζονται μόνο με την οικονομική κρίση. Είναι απόρροια χρόνιων στρεβλώσεων στη λειτουργία της χώρας (π.χ. έλλειψη αξιοκρατίας, διαφθορά, έλλειψη οράματος και στρατηγικής σε εθνικό επίπεδο, εναρμόνιση συστημάτων εκπαίδευσης, οικονομίας και κοινωνίας, ακατάλληλο παραγωγικό μοντέλο) τροφοδοτούμενων από ένα ακατάλληλο πλαίσιο αξιών.
Ο νέος χάρτης της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας μας1, όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά τις συγχωνεύσεις ιδρυμάτων κατά τα δύο τελευταία έτη (2018 & 2019), περιλαμβάνει 25 ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης, εκ των οποίων 24 είναι Πανεπιστήμια και ένα παραμένει ΑΤΕΙ (η ΑΣΠΑΙΤΕ). Σχετικό είναι το Σχήμα 1.
Στα 25 ΑΕΙ λειτουργούν συνολικά 427 Τμήματα, ενώ 37 Τμήματα βρίσκονται σε αναστολή λειτουργίας σύμφωνα με το ν.4653/20. Στο τέλος του 2019, 69 προγράμματα προπτυχιακών σπουδών (ΠΠΣ) πενταετούς διάρκειας είχαν υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 4485/17 και απονέμουν ενιαίο και αδιάσπαστο τίτλο σπουδών Α’ και Β’ κύκλου (integrated master). Τα 158 από τα 427 Τμήματα αποτελούν νέα Τμήματα που σχεδίασαν και υλοποιούν νέα ΠΠΣ. Όλα τα νέα ΠΠΣ θα πρέπει να πιστοποιηθούν μέσα στα επόμενα χρόνια.
Έντεκα από τα 25 ιδρύματα μετέβαλαν την ακαδημαϊκή τους δομή, ως αποτέλεσμα των συγχωνεύσεων με πρώην ΑΤΕΙ (Πίνακας 1). Οι αλλαγές αυτές πραγματοποιήθηκαν χωρίς να ζητηθεί η άποψη της ΑΔΙΠ.
Συγκριτικά με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα είχε, το 2019, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (16,8%) -αν και μειωμένο από το 19,9% της προηγούμενης χρονιάς- στους πτυχιούχους ΑΕΙ ηλικίας 25-39, αρκετά πιο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ΕΕ 28) 4,5%.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2019, η Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στις χώρες της ΕΕ ( Σχήμα 12) τόσο στους πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης 25-39 ετών (16,8%) όσο και στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού (17,3%).
Ανεργία πτυχιούχων ΑΕΙ, στην ηλικιακή ομάδα 25-39 (2019)
Φοιτητές ανά αντικείμενο σπουδών και φύλο
Το 2018, πάνω από το ένα πέμπτο του συνόλου των εγγεγραμμένων φοιτητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της ΕΕ (Σχήμα 17) επέλεξε τις επιστήμες διοίκησης επιχειρήσεων και νομικών σπουδών (21,85%). Η δεύτερη συνηθέστερη επιλογή για τους φοιτητές ήταν οι επιστήμες της μηχανικής, των κατασκευών και της δόμησης (15,02%). Ακολουθούν: οι επιστήμες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας (13,65%), οι τέχνες και οι ανθρωπιστικές επιστήμες (12,15%), οι κοινωνικές επιστήμες, η δημοσιογραφία και η πληροφόρηση (9,91%), οι φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά και η στατιστική (8,14%), η εκπαίδευση (7,35%), οι επιστήμες πληροφορικής και επικοινωνιακών συστημάτων (4,85%), οι υπηρεσίες (3,64%) και, τέλος, η γεωπονική επιστήμη, η δασοπονία, η ιχθυοκαλλιέργεια και η κτηνιατρική (1,86%).
Στην Ελλάδα (Σχήμα 19) οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν τις επιστήμες της μηχανικής, των κατασκευών και της δόμησης (21,77%) ενώ στη δεύτερη θέση, σε αντίθεση με τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ, έρχονται οι επιστήμες της διοίκησης επιχειρήσεων και των νομικών σπουδών (20,34%). Οι τέχνες και οι ανθρωπιστικές επιστήμες (13,45%) αποτελούν την τρίτη επιλογή των Ελλήνων φοιτητών (τέταρτη επιλογή στην Ευρώπη) και ακολουθούν: οι κοινωνικές επιστήμες, η δημοσιογραφία και η πληροφόρηση (12,57%), οι φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά και η στατιστική (9,44%), οι επιστήμες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας (7,66%), η εκπαίδευση (4,68%), οι γεωπονικές επιστήμες, η ιχθυοκαλλιέργεια και η κτηνιατρική (4,02%), οι επιστήμες πληροφορικής και επικοινωνιακών συστημάτων (3,36%) και οι υπηρεσίες (2,71%). Η μεγαλύτερη απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στις προτιμήσεις των Ελλήνων αποφοίτων εντοπίζεται στις επιστήμες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, οι οποίες βρίσκονται στην 6η θέση στη σειρά προτίμησης των Ελλήνων σε αντίθεση με την 3η θέση στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η Ελλάδα με 766.874 εγγεγραμμένους φοιτητές αντιστοιχεί στο 3,84% του συνόλου των φοιτητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από εκείνων των χωρών αντίστοιχου πληθυσμιακού μεγέθους, όπως το Βέλγιο (2,58% του συνόλου), η Πορτογαλία (1,78% του συνόλου), η Τσεχία (1,65% του συνόλου) ή η Ουγγαρία (1,42% του συνόλου).
Από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι αναλογικά με τον συνολικό πληθυσμό της χώρας, η Τουρκία διαθέτει τους περισσότερους φοιτητές στην Ευρώπη (9,36%). Αντίστοιχα, η Ελλάδα φέρεται να έχει το υψηλότερο συγκριτικά πλήθος εγγεγραμμένων φοιτητών (7,14%). Το ποσοστό της Ελλάδας βρίσκεται πολύ πάνω από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ των 28, ο οποίος υπολογίζεται στο 3,9%.
Η Γερμανία, παρά το γεγονός ότι διαθέτει αριθμητικά τους περισσότερους φοιτητές στην ΕΕ28, κατατάσσεται μόλις στην 20η θέση ως προς το ποσοστό των φοιτητών επί του συνολικού πληθυσμού της χώρας (3,78%) σε σύνολο 36 χωρών της Ευρώπης. Το ίδιο ισχύει για τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες από τη 2η και 3η θέση στο σύνολο του αριθμού των φοιτητών των χωρών της ΕΕ28 κατατάσσονται στην 18η και 21η θέση αντίστοιχα στο ποσοστό των φοιτητών επί του συνολικού πληθυσμού.
Το 2018 (Σχήμα 23), στο ποσοστό αποφοίτων επί των φοιτητών, η Ελλάδα κατείχε την τελευταία θέση στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, με ποσοστό μόλις 9,17%, το οποίο απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (24,05%).
Η Ελλάδα με 44,4 φοιτητές ανά διδάσκοντα έχει με τη μεγαλύτερη αναλογία φοιτητών ανά διδάσκοντα στην Ευρώπη απέχοντας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 31,2 μονάδες. Η αναλογία αποβαίνει δυσμενής λόγω του σχετικά υπεράριθμου φοιτητικού πληθυσμού, ο οποίος περιλαμβάνει τους μη ενεργούς φοιτητές. Επιπλέον, η Ελλάδα παρουσιάζει και τη δυσμενέστερη αναλογία διδακτικού προσωπικού ανδρών/γυναικών στην ΕΕ.
Αναφορικά με την Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία της περσινής έκθεσης της EUA (2018), τη περίοδο 2008-2018 καταγράφηκε μείωση της χρηματοδότησης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης κατά 58% και αύξηση του αριθμού των φοιτητών κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες!
Η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται σε σχετικά υψηλή θέση (18η) ως προς το πλήθος των επιστημονικών δημοσιεύσεων μεταξύ 53 ευρωπαϊκών χωρών και σε σχετικά χαμηλή (26η) ως προς την αναλογία αναφορών ανά δημοσίευση. Σχετικά χαμηλή (σε σύνολο 28 χωρών) είναι και η επίδοση της χώρας (24η) ως προς την αναλογία πλήθους δημοσιεύσεων ανά ερευνητή.
Στη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης (2008-2016) έχει υπολογιστεί πως περίπου 450.000 Έλληνες επιστήμονες (με διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό προφίλ συγκριτικά με το παρελθόν) έφυγαν για το εξωτερικό στο πλαίσιο αναζήτησης εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, έχοντας βρεθεί αντιμέτωποι με υψηλά ποσοστά ανεργίας, περικοπές μισθών και μειωμένες κοινωνικές παροχές. Η μετακίνηση αυτή κόστισε πάνω από 15 δισεκατομμύρια ευρώ στην ήδη πληγωμένη ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με μελέτη της ICAP, το 35% των επιστημόνων που έφυγαν είχαν σπουδές στα χρηματοοικονομικά, τη διοίκηση και το μάρκετινγκ, το 19% στις επιστήμες μηχανικού, το 12% στην πληροφορική, το 9% στην φιλολογία, την ιστορία και τις ξένες γλώσσες, ενώ το υπόλοιπο 25% είχε σπουδές νομικής, ιατρικής, πολιτικών επιστημών, τεχνών κ.λπ
Επίλογος της Έκθεσης
Η Ανώτατη Εκπαίδευση στη χώρα μας, κατά το έτος 2019, εξακολουθεί να παρουσιάζει παρόμοια εικόνα με αυτή των τελευταίων ετών, από πλευράς επιδόσεων: αύξηση του ποσοστού κατόχων πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης ως ποσοστό του πληθυσμού, αλλά ταυτόχρονα φοιτητικός πληθυσμός με μεγάλο ποσοστό μη ενεργών φοιτητών, μειωμένες προοπτικές απασχόλησης με σχετικά χαμηλές αποδοχές για τους απόφοιτους, σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Χρόνιες διαθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης αποτελούν οι χαμηλοί ρυθμοί αποφοίτησης, η δυσμενής αναλογία φοιτητών/διδασκόντων, οι χαμηλοί ρυθμοί ανανέωσης του διδακτικού προσωπικού καθώς και η διατήρηση μειωμένης δημόσιας χρηματοδότησης. Οι σχετικά καλές επιδόσεις της χώρας μας στην έρευνα διατηρούνται και στο 2019, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει ένα διαχρονικά διαμορφωμένο ευνοϊκό περιβάλλον στην έρευνα, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί στρατηγικά. Κατά το 2019 συνεχίστηκε η αναδιάρθρωση του χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης με συγχωνεύσεις ή απορροφήσεις μεταξύ Ιδρυμάτων του Πανεπιστημιακού και Τεχνολογικού Τομέα. Στο τέλος του έτους η ελληνική Ανώτατη Εκπαίδευση αριθμούσε είκοσι τέσσερα (24) Πανεπιστήμια
και ένα (1) ΤΕΙ.
H Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρώπη σε ποσοστό φοιτητών και τελευταία σε ποσοστό αποφοίτων!!!