Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 16/12/2023 και υπογράφει Ο Γιάννης Βούλγαρης ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ακούγεται σαν το γνωστό «τι σχέση έχει ο Φάντης με το ρετσινόλαδο». Συνδέονται οι αποτυχίες των ελλήνων μαθητών στον διαγωνισμό της PISA με τα διλήμματα του φορολογικού των ελεύθερων επαγγελματιών; Και όμως συνδέονται. Είναι δύο όψεις του ίδιου βαθύτερου προβλήματος. Ή, καλύτερα, των φαύλων κύκλων στους οποίους έχει εμπλακεί ένας τρόπος παραγωγής και αναπαραγωγής ευρέων μικρομεσαίων στρωμάτων στη σύγχρονη Ελλάδα. Μαζί βραχυκυκλώνονται παλαιοί τρόποι εκσυγχρονισμού της χώρας και φθίνουν ιδεολογικές κατασκευές που τους επένδυσαν.
Από τη μια λοιπόν, το Δημόσιο Σχολείο, ο θαυμαστός αυτός μηχανισμός κοινωνικής ανόδου των λαϊκών στρωμάτων της μεταπολεμικής Ελλάδας, η μεγάλη επένδυση της ελληνικής οικογένειας στα παιδιά της που για δεκαετίες ανταπέδιδαν με τη σειρά τους στους γονείς τα υλικά και συμβολικά κέρδη των οικογενειακών θυσιών, ο δημιουργός μιας «μεσαίας τάξης» που τροφοδοτήθηκε αλλά και τροφοδότησε την αλματώδη μεταπολεμική ανάπτυξη. Και αργότερα, παραγωγός ευρέων «μορφωμένων στρωμάτων» που στήριξαν τον εκδημοκρατισμό και τον πολιτισμικό εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. Ολα αυτά στο παρελθόν. Η παταγώδης αποτυχία των ελλήνων μαθητών στον διεθνή διαγωνισμό της PISA, αποτυχία που σημειώνεται εδώ και πολλά χρόνια ώστε να μην είναι συγκυριακή, αναδεικνύει τη βαθμιαία παρακμή τόσο του Δημόσιου Σχολείου όσο και των κοινωνικών λειτουργιών του. Οι αιτίες της παρακμής είναι γνωστές και ευτυχώς επανήλθαν στην επικαιρότητα λόγω της PISA, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη έμφαση. Μια μαθησιακή διαδικασία που στηρίζεται στην αποστήθιση αντί στην κριτική σκέψη και τις δεξιότητες, διδασκαλικό προσωπικό απαξιωμένο, φοβισμένο, και πάντως συμβιβασμένο με την υποβάθμιση, γραφειοκρατική ομοιομορφία από κοινού με την απουσία αξιολόγησης, οικογένειες που πιέζουν για την εύκολη απόκτηση του «χαρτιού», συνδικαλιστική οργάνωση ακραίου συντεχνιασμού που ιδεολογικοποιεί και επιταχύνει την κατρακύλα, πανελλήνιες εξετάσεις για τα πανεπιστήμια που εξασφαλίζουν το «αδιάβλητο» εις βάρος όμως της ποιότητας της μέσης εκπαίδευσης.
Αυτές οι εσωτερικές παθογένειες εξωτερικεύονται στην κοινωνία. Ενα αυξανόμενο ποσοστό των αποφοίτων συγκεντρώνεται σε επαγγέλματα αντιπαραγωγικά, εσωστρεφή, κορεσμένα και πάντως χαμηλής παραγωγικότητας. Η καταστροφή της επαγγελματικής εκπαίδευσης (ΤΕΙ), και μάλιστα από κόμμα που ήθελε να είναι αριστερό, επιδείνωσε ποσοτικά και συμβολικά την κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση η διογκωμένη προσφορά πιέζει για αντίστοιχη διόγκωση της ζήτησης, είτε σε δημοσιοϋπαλληλικές θέσεις, είτε στον αχανή τομέα της αυτοαπασχόλησης, είτε με συντεχνιακές ρυθμίσεις που θεσμοθετούνται για να επιβιώνουν οι κορεσμένοι κλάδοι. Οι δικηγόροι επιβάλλουν την αύξηση της «δικηγορικής ύλης», οι συμβολαιογράφοι αρνούνται την ψηφιοποίηση, οι ταξιτζήδες την επιχειρηματική αναβάθμιση του επαγγέλματος, και όλοι μαζί διεκδικούν την προστασία της «γκρίζας οικονομίας», πολλοί απλώς για να επιβιώσουν οικονομικά και όχι για να πλουτίσουν.
Καλά, και τι καινούργιο υπάρχει σε όλο αυτό; Από παλιά δεν μιλάμε για τη διόγκωση της αυτοαπασχόλησης, της δημοσιοϋπαλληλίας, των μεσοστρωμάτων ή για τις παθογένειες της εκπαίδευσης; Και όμως υπάρχουν καινούργια φαινόμενα και μάλιστα ανησυχητικά και δυσεπίλυτα. Κατ’ αρχάς, το Δημόσιο Σχολείο στο παρελθόν έκανε καλύτερα τη δουλειά του και ανταποκρινόταν περισσότερο στις προσδοκίες των οικογενειών. Κυρίως όμως, η Οικονομία και το Κράτος μπορούσαν να τραβήξουν σαν ατμομηχανές τους τομείς της χαμηλής παραγωγικότητας και του παρασιτισμού, χωρίς να καθηλώνουν την εθνική ανάπτυξη και να αναστέλλουν τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό. Χρειάζονται βέβαια διευκρινίσεις. Στη μεταπολεμική περίοδο και χοντρικά μέχρι το 1980, ατμομηχανές ήταν η εκβιομηχάνιση και το κύκλωμα της γης – οικοδομής, χάρη στις οποίες η Ελλάδα έκανε ένα εντυπωσιακό αναπτυξιακό άλμα. Στη δεκαετία του 1980 ο δημόσιος και αργότερα ο ιδιωτικός δανεισμός τροφοδότησαν έναν συγκρατημένο ρυθμό ανάπτυξης, ώσπου να εκραγούν σαν ωρολογιακή βόμβα το 2010. Στη δεκαετία της χρεοκοπίας η χώρα έχασε το 25% του εισοδήματός της. Ταυτόχρονα, άλλαξαν οι όροι άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής και περιορίστηκε η δυνατότητα καθιέρωσης ειδικών ρυθμίσεων υπέρ διαφόρων συντεχνιών. Το εθνικό Κράτος δεν μπορεί ούτε να δανειστεί υπέρμετρα ούτε να ξοδέψει κατά βούληση γιατί βρίσκεται υπό ευρωπαϊκή παρακολούθηση, πολλά «κλειστά» επαγγέλματα άνοιξαν λόγω μνημονίων και η παροχή προνομιακών ρυθμίσεων σε επιχειρηματίες και συντεχνίες συγκρούονται με τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ ή με τη δυσφορία της κοινής γνώμης.
Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά στο μεγάλο στοίχημα να ανακτήσει τον χαμένο πλούτο της, να βελτιώσει το επίπεδο των εισοδημάτων και της ευημερίας των πολιτών, και γι’ αυτό μιλάμε συνεχώς για ένα «νέο μοντέλο ανάπτυξης», για «εθνική ανασυγκρότηση». Αυτή η συζήτηση δεν μπορεί όμως να γίνει μόνο με οικονομικούς όρους, που αφορούν επενδύσεις, ανταγωνιστικότητα, διεθνή πλεονεκτήματα, εξωστρέφεια, κ.λπ. Καμία ουσιαστική ανάπτυξη δεν θα γίνει αν δεν σπάσουν οι φαύλοι κύκλοι της υπαρκτής μικρομεσαίας Ελλάδας που λειτουργούν πλέον σαν βαρίδια στην εθνική εξέλιξη, αν δεν περιοριστούν οι τομείς της χαμηλής παραγωγικότητας και της παρασιτικής επιβίωσης. Πόσω μάλλον που ο χώρος των ποικίλων υπηρεσιών αποτελεί το κρίσιμο πλέον πεδίο για την αύξηση της παραγωγικότητας μιας χώρας. Ας το ξεκαθαρίσουμε όμως. Εδώ δεν μιλάμε ούτε καταγγέλλουμε τα περιώνυμα «συντεχνιακά συμφέροντα». Πρόκειται για κάτι σοβαρότερο. Για τον τρόπο ύπαρξης πολυπληθών κοινωνικών ομάδων – ασχέτως αν σε αυτή τη βάση σπεκουλάρει ένας άθλιος συνήθως συντεχνιακός συνδικαλισμός. Με αυτή την έννοια, οι περίφημες μεταρρυθμίσεις δεν είναι απλή σύγκρουση με «συντεχνίες» ή με ποικίλους κοινωνικούς συνασπισμούς αδράνειας. Είναι μακροχρόνιο σχέδιο που μία όψη του αφορά την «κοινωνική μηχανική». Δηλαδή, σύνθετες και αλληλεξαρτημένες μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν την κοινωνική και επαγγελματική συγκρότηση της χώρας ώστε να γίνει λειτουργικότερη στις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής.
Βεβαίως τέτοιου είδους μεταβολές γίνονται συνεχώς και αυθορμήτως. Επαγγέλματα, ειδικότητες, σχολές, τόποι, ακμάζουν και παρακμάζουν καθώς τα άτομα, οι οικογένειες, οι κοινωνικές ομάδες, αναπροσαρμόζουν τις στρατηγικές τους, τις προσδοκίες και τις δεξιότητές τους, αναλόγως με τα «μηνύματα» που παίρνουν από το περιβάλλον τους. Η Ελλάδα μπόρεσε να παρακολουθήσει τους νεωτερικούς μετασχηματισμούς χάρη σε αυτή την ικανότητα προσαρμογής «από τα κάτω». Και στη σημερινή μεταβατική εποχή που ζούμε, μπορεί ίσως να επαναλάβει το ίδιο μοντέλο, αν και εξίσου πιθανό είναι να σκοντάψει, καθώς έχει μπροστά της δομικούς περιορισμούς, όπως τη δημογραφική παρακμή και την κλιματική κρίση.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι ιστορικά η Ελλάδα έκανε ένα αναπτυξιακό, εκσυγχρονιστικό και πολιτισμικό άλμα, στις «στιγμές» εκείνες που διαμορφώθηκε μια σταθερή κεντρική πολιτική βούληση, και μια εθνική ηγεσία ανέλαβε την ευθύνη να αναβαθμίσει τη θέση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό και στη γεωπολιτική σκηνή, εκφράζοντας το μακροπρόθεσμο συμφέρον της κοινωνίας, λύνοντας τους μικρούς ή μεγάλους φαύλους κύκλους της κοινωνικής αδράνειας.
Σε κάθε περίπτωση, με αυτά τα διλήμματα και αυτές τις προκλήσεις, αναμετράται σήμερα η χώρα. Ο καθείς και οι ευθύνες του.