Σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών :
Μιλώντας στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ο υπεύθυνος της έρευνας καθηγητής Σχολικής Εκπαίδευσης στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Κώστας Δημόπουλος, σημειώνει πως το εκπαιδευτικό προσωπικό στην Ελλάδα είναι από τα πιο γερασμένα στην Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα, πολλοί δάσκαλοι/καθηγητές επιλέγουν τον παραδοσιακό τρόπο διδασκαλίας την ώρα που οι νεότεροι και πιο εξοικειωμένοι με τα ψηφιακά μέσα κάνουν εκτεκταμένη χρήση του εξοπλισμού του εκάστοτε σχολείου.
Από την δημοσιευμένη έρευνα επέλεξα τα παρακάτω:
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης 2nd Survey of Schools ICT in Education που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2019 διαπιστώθηκε ότι τα Ελληνικά σχολεία υστερούν σημαντικά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όσον αφορά:
• το επίπεδο ψηφιακού εξοπλισμού και της σύνδεσης στο διαδίκτυο που διαθέτουν και
• την ψηφιακή τους κουλτούρα (μειωμένη χρήση των ΤΠΕ στη διδασκαλία, προσφορά λιγοστών ευκαιριών συναφούς επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών).
Σε γενικές γραμμές φαίνεται πως η Ελλάδα ακολουθεί και στην Εκπαίδευση τις γενικές τάσεις του ευρύτερου Δείκτη της Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (Digital Economy and Society Index – DESI) o οποίος αποτυπώνει σε επίπεδο Ε.Ε. το βαθμό διείσδυσης των ψηφιακών τεχνολογιών στην οικονομία και την κοινωνία κάθε επιμέρους κράτους μέλους. Σε αυτό τον δείκτη η Ελλάδα κατατάσσεται στην 25η θέση ανάμεσα στις 27 χώρες της Ε.Ε. ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία και χαρακτηριζόμενη ως χώρα «ψηφιακός ουραγός».
Ωστόσο, στον επιμέρους δείκτη των ψηφιακών δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού η Ελλάδα βρίσκεται κάπως υψηλότερα καταλαμβάνοντας την 22η θέση. Συγκεκριμένα, το 52% των Ελλήνων ηλικίας 16-74 ετών διαθέτουν τουλάχιστον τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες, ποσοστό πολύ κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. (54%). Ωστόσο, η κατάσταση είναι εντυπωσιακά βελτιωμένη εάν κάποιος εστιάσει στην ηλικιακή ομάδα των νέων Ελλήνων (16-24 ετών), ανάμεσα στους οποίους το 88% κατέχει τουλάχιστον τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες, ποσοστό πολύ υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (71%).
Παράλληλα φαίνεται πως σύμφωνα με τα αποτελέσματα του προγράμματος PISA (2018) οι νέοι Έλληνες ελκύονται σε σημαντικό βαθμό από την προοπτική να εργαστούν στο μέλλον ως επαγγελματίες στο πεδίο των Ψηφιακών Τεχνολογιών (4.3% έναντι 4.1% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ). Επιπλέον σύμφωνα πάντα με τα αποτελέσματα του PISA (2018), το 62,8% των διευθυντών των σχολικών μονάδων δηλώνει ότι οι εκπαιδευτικοί έχουν τις απαραίτητες τεχνολογικές και παιδαγωγικές δεξιότητες ώστε να εντάξουν τις νέες τεχνολογίες στα μαθήματά τους (64,6% ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ). Από την άλλη ωστόσο πλευρά φαίνεται πως τα Ελληνικά σχολεία υστερούν ως προς την πρόσβαση σε ολοκληρωμένα συστήματα LMS (Learning Management Systems) καθώς μόνο 34.2% των διευθυντών δηλώνουν πως υπάρχει τέτοια πρόσβαση έναντι 54.1% στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ.
Αναφορικά με το ψηφιακό χάσμα που εμφανίζονται σε πολλές χώρες ανάλογα με το φύλο των μαθητών, την κοινωνικο-οικονομική τους προέλευση, ή την αστικότητα του σχολείου φαίνεται πως τα πράγματα είναι σχετικά καλύτερα στην Ελλάδα σε σχέση με ό,τι ισχύει στις περισσότερες χώρες μέλη του ΟΟΣΑ. Ειδικότερα οι μαθητές στην Ελλάδα που
φοιτούν σε σχολεία σε υποβαθμισμένες περιοχές τείνουν να χρησιμοποιούν τις ΤΠΕ για εκπαιδευτικούς λόγους πιο συχνά από εκείνους που φοιτούν σε σχολεία σε κοινωνικά ευημερούσες περιοχές.
Η ψηφιακή εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα, τα αποτελέσματα της οποίας παρουσιάζονται παραπάνω, βασίζεται κυρίως σε δράσεις που απορρέουν από την υλοποίηση ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων από τις οποίες επωφελείται πάντα ένα μέρος μόνο των σχολικών μονάδων και του εκπαιδευτικού προσωπικού. Οταν, όμως, το εκάστοτε πρόγραμμα ολοκληρώνεται τότε γυρίζουμε πάλι στον παραδοσιακό τρόπο διδασκαλίας.